Αυτή τη φορά όμως, η γεύση και η ικανοποίηση του να βρίσκεται στο ρετιρέ, με τρεις νίκες (Λάτσιο, Κόμο, Πάρμα) και μία ισοπαλία (Μπολόνια) είναι εντελώς διαφορετικές. Γιατί ο άνθρωπος που την έστειλε εκεί πάνω, μάλιστα προσφέροντας ένα εκρηκτικό και δυναμικό ποδόσφαιρο, μέχρι το καλοκαίρι και τουλάχιστον στους Ιταλούς ήταν ένας προπονητής εντελώς άγνωστος. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που οι στοιχηματικές εταιρίες τον έδιναν ως το μεγάλο φαβορί ν’ απολυθεί πρώτος. Έπεσαν έξω, γιατί τους πρόλαβαν οι Φρίντκιν, στη Ρόμα, με τον Ντε Ρόσι.
Στα 128 χρόνια ύπαρξής της (ιδρύθηκε το 1896 ως σύλλογος, γυμναστικής και ξιφασκίας, και από το 1911 ως ποδοσφαιρικό τμήμα), από την Ουντινέζε και το Ούντινε κατά καιρούς είχαν περάσει κι άλλοι, μεγάλοι προπονητές. Με τον Ζακκερόνι, για παράδειγμα και τα γκολ του Όλιβερ Μπίρχοφ είχε τερματίσει 3η κατακτώντας, το 2000 και το Intertoto. Ενώ με τον Λουτσάνο Σπαλλέττι, και τα γκολ του Αλέξις Σάντσεζ είχε πετύχει μία ιστορική πρόκριση στα προκριματικά του Champions League. Αυτή τη φορά όμως, με τον Κόστα Ρούναιτς στον πάγκο της, η ομάδα δείχνει ικανή για κάθε αποτέλεσμα και κυρίως στόχο.
Ο Ρούναιτς, λοιπόν, τον οποίο μπορεί να μην γνώριζε κανείς στην Ιταλία, αλλά τον ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά σε Γερμανία και Πολωνία είναι ένας 53χρονος προπονητής, γεννημένος στη Βιέννη από Σέρβο- Κροάτες γονείς, αλλά που μεγάλωσε, από πολύ μικρός στη Γερμανία. Από το ’89 έως το ’02 ψευτοέπαιξε ποδόσφαιρο στις ερασιτεχνικές Τουρκ Ρουσελσχάιμ, Ραουνχάιμ και Φράνκφουρτ, μετά τραυματίστηκε σοβαρά, τα παράτησε και φοίτησε για 4 χρόνια στη φημισμένη σχολή προπονητικής της Κολωνίας.
Σε πάγκο πρωτοκάθισε το ’06 ως προπονητής της 2ης ομάδας της Καϊζερσλάουτερν, αργότερα ανέλαβε και την 1η, ενώ πέρασε και από τις Ντάρμσταντ, που μέσα σε δύο χρόνια ανέβασε στη Μπουντεσλίγκα, Ντούισμπουργκ και Μόναχο 1860, πριν μεταναστεύσει για 7 χρόνια στην Πολωνία: πρώτα στην Πογκόν, που έβγαλε στο Europa League, μετά τη Λέγκια Βαρσοβίας με την οποία κατέκτησε κύπελλο και πολωνικό Σούπερ- Καπ.
Το καλοκαίρι, προς τη γενική έκπληξη όλων τον προσέλαβε η Ουντινέζε κι εκείνος ευχαρίστησε για την εμπιστοσύνη με 10 βαθμούς σε 4 παιχνίδια: μία ισοπαλία, στη Μπολόνια, νίκες με Λάτσιο και Κόμο στο Ούντινε, νίκη «χαρακτήρα», με ανατροπή και στην Πάρμα (2-3) όπου η ομάδα του έχανε 2-0.
Ύστερα από τη μιζέρια ενός Mitropa Cup, ενός Anglo- Italian Cup και ενός Intertoto, δικαίως οι φίλαθλοι ονειρεύονται φέτος, μεγάλα πράγματα και ακόμη μεγαλύτερους στόχους. Και το αξίζουν, γιατί καμία άλλη επαρχιακή ομάδα δεν είχε φέρει στο Ούντινε τόσο μεγάλα ονόματα, από τον Ζίκο, στους Μπερτόνι, Μπάλμπο, Σενσίνι, Εντίνιο, Κουαδράντο, Γιόργκενσεν, Χέλβεγκ, Αμορόζο, Σάντσεζ, Πισάρο, Γιάνκερ, Σαλίμοφ ή Χαντάνοβιτς. Είχε προσπαθήσει να φέρει κάποτε και τον μεγάλο Ρομπέρτο Μπάτζο, μάλιστα με τα διπλάσια απ’ όσα έπαιρνε, το ’98 στην Ίντερ, αλλά ο ίδιος είχε απορρίψει a priori την πόλη χαρακτηρίζοντάς την «καταθλιπτική, κρύα, βροχερή και με μοναδικό αξιοθέατο ένα απέραντο στρατόπεδο».