Κακά τα ψέματα και ξεκινώντας από το αυτονόητο, ουδείς γίνεται «μεγάλος», εάν δεν έχει διδαχτεί πρώτα από «μεγάλους», ο Ματίας Αλμέιδα ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που είχαν την τύχη ν’ απορροφήσουν σαν σφουγγάρια τα μυστικά του επαγγέλματος δίπλα από θρυλικές μορφές της παγκόσμιας μπάλας.
Πάνω απ’ όλους, τον Ντανιέλ Πασαρέλα, σύμβολο της Ρίβερ Πλέιτ και της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Αργεντινής του ’78, ύστερα τον Σουηδό Σβεν Γκόραν Έρικσον που στην 4ετία ’97-2001 χάρισε στη Λάτσιο ό,τι δεν είχε κατακτήσει στα προηγούμενα 100 χρόνια ύπαρξης: το 2ο της πρωτάθλημα, 2 Κύπελλα και 2 Σούπερ Καπ Ιταλίας, ένα Κυπελλούχων (το τελευταίο της ιστορίας, με τη Μαγιόρκα), αλλά και το ευρωπαϊκό Σούπερ- Καπ με αντίπαλο την πανίσχυρη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Πολύτιμο πιόνι στην σκακιέρα εκείνης της ομάδας, ισάξιο και ισοδύναμο με τους Μαντσίνι, Νέστα, Μπόκσιτς, Γιούγκοβιτς, Νέντβεντ, ύστερα των Σάλας, Κονσεϊσάο, Μιχαίλοβιτς, Βιέρι, Στάνκοβιτς, Κόουτο, ύστερα πάλι των Σενσίνι, Βερόν ή Σιμεόνε ήταν κι ο Αλμέιδα που είχε «προσγειωθεί» στη Ρώμη μετά τον απογοητευτικό υποβιβασμό με τη Σεβίλλη, των Τσιάρτα, Προσινέτσκι, για λίγο και τους Μπεμπέτο... Πέτρου Μαρινάκη. Έχει υπάρξει και συμπαίκτης του Καραγκούνη, στην Ίντερ και ολοκλήρωσε την καριέρα του στο Campionato το 2005, στη Μπρέσια όπου δύο χρόνια νωρίτερα την είχε ολοκληρώσει και κάποιος… Γκουαρντιόλα κι ένα χρόνο νωρίτερα ο Ρομπέρτο Μπάτζο.
Ο Έρικσον, λοιπόν τον τοποθέτησε σε ρόλο λίμπερο, μπροστά από την άμυνα κι αυτό ήταν: μόλις είχε γεννηθεί ένας νέος, αλλά περισσότερο εξελιγμένος Πασαρέλα, με τη διαφορά ότι ο μακρυμάλλης Αλμέιδα «δάγκωνε» σαν πιτ μπουλ, άσχετα εάν το παρατσούκλι του «El Pelado», ο φαλακρός, γιατί επί εποχές Ρίβερ Πλέιτ το κεφάλι του ήταν μονίμως ξυρισμένο, θα τον ακολουθούσε μετέπειτα, τόσο στην ιταλική πρωτεύουσα, όσο και στην εθνική Αργεντινής.
Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά (παρά) μάκρυναν, αυτό όμως που δεν άλλαξε ποτέ μέσα του ήταν οι ιδέες του για το πώς αντιλαμβανόταν εκείνος το ιδανικό ποδόσφαιρο: αυστηρό 4-4-2 ή 4-3-3 όταν οι ομάδες του βρίσκονται στην επίθεση, ακόμη περισσότερο αυστηρό 4-1-3-2 όταν αμύνονται, με το λίμπερο, στη θέση 1 με σαφή καθήκοντα της «βρώμικης» δουλειάς, ανάμεσα στην άμυνα και τη μεσαία γραμμή.
Ως ποδοσφαιριστής, τις πλέον έντονες στιγμές της καριέρας του, καλές και κακές τις έζησε στη Ρίβερ Πλέιτ με την οποία ξεκίνησε το ’91, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Libertadores. Ήταν όμως και μέλος της ομάδας που το 2011 βίωσε την (ποδοσφαιρική) τραγωδία του ιστορικού της υποβιβασμού στη 2η κατηγορία, για πρώτη φορά σε 122 χρόνια ύπαρξης. Ήταν το άδοξο τέλος της καριέρας του, πριν αναλάβει την τεχνική της ηγεσία, την επαναφέρει στους «μεγάλους» κι αντικατασταθεί από τον Ραμόν Ντίαζ.
Μετά πήγε στη Μπάνφιλντ, κατακτώντας και δεύτερη συνεχόμενη άνοδο στην 1η κατηγορία, μετά στην μεξικάνικη Τσίβας Γκουαδαλαχάρα όπου πήρε πρωτάθλημα, κύπελλο, Σούπερ Καπ αλλά και το Concacaf, κάτι σαν το Champions League, αλλά για τις ομάδες της Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής. Και μετά στην Καλιφόρνια, αποτυγχάνοντας ωστόσο δύο φορές τον τελικό πρωταθλήματος με τους Σαν Χοσέ Ερθκουέικς απ’ όπου κάποτε είχε περάσει κι ο Τζορτζ Μπεστ.
Ως ποδοσφαιριστής, η σχέση του με το γκολ υπήρξε από ανύπαρκτη, έως αδιάφορη: όλα κι όλα σε 22 χρόνια καριέρας και 365 παιχνίδια πέτυχε μόνο 7: 3 με τη Ρίβερ Πλέιτ, 2 με τη Λάτσιο, 1 με την Ίντερ και 1 με την εθνική Αργεντινής. Απ’ αυτά όμως, το ένα (στον ημιτελικό Κυπέλλου Ιταλίας, Λάτσιο- Πάρμα) είχε γράψει ιστορία γιατί ήταν στιλ… φωτοβολίδας από 40 μέτρα σε ολόκληρο Τζανλουϊτζι Μπουφόν και όχι σε κανέναν τυχαίο τερματοφύλακα.
Ξεχώρισε όμως, όσο λίγοι ως προς τις ασίστ με τις οποίες σκόραραν οι υπόλοιποι: Μαντσίνι, Βιέρι, Μπατιστούτα, Κανίτζα, Ρεκόμπα, Κρέσπο, Βιέρι, Σάλας, Ντι Βάιο ή Μπόκσιτς. Είτε υπό τις οδηγίες του Έρικσον, είτε του Πασαρέλα, μέντοράς του σε Ρίβερ, εθνική Αργεντινής, για ένα φεγγάρι και στην Πάρμα. Κι όταν έχει φοιτήσει δίπλα σε τόσο μεγάλους δασκάλους, αναπόφευκτα δικαιούται να πανηγυρίσει το φετινό του αριστούργημα με την ΑΕΚ. Αντικειμενικά, γιατί η ομάδα του έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο όλων: αλλά και υποκειμενικά γιατί μόνο με τέτοιους, σοβαρούς ποδοσφαιράνθρωπους θα μπορέσει η ελληνική μπάλα να περάσει στο επόμενο level...