Έχει ειπωθεί, αλλά και γραφτεί πως τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 12 ετών, ο Μίμης Δομάζος υποστήριζε τους «ερυθρόλευκους». Μετά όμως, μία οι φίλοι του στην Άμυνα Αμπελοκήπων, μία η ίδια του «καταπράσινη» γειτονιά, δεν χρειάστηκε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να μεταπειστεί και να εξελιχθεί σε σύμβολο του Παναθηναϊκού.

Για τον «Στρατηγό», παρατσούκλι που του βγήκε πολύ νωρίς όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε πως έπαιζε μπάλα περισσότερο με το μυαλό, παρά με τα πόδια του αναπτύσσοντας και εφευρίσκοντας πάντα τις καλύτερες, δυνατές «στρατηγικές» και λύσεις έχουν γραφτεί τόνοι χαρτιών, βιβλίων και εφημερίδων. Παρόλα αυτά διίστανται οι απόψεις για το εάν υπήρξε ή όχι, ο μεγαλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα.  

 Απόλυτα λογικό, από τη μία γιατί όπως κάθε μορφή Τέχνης, έτσι και στη μπάλα ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του. Πολλοί θαυμάζουν ταυτόχρονα τον ίδιο πίνακα, αλλά δεν είναι απαραίτητο να τους αρέσει οπωσδήποτε εξίσου. Άλλοι θα σου πουν τον Παπαϊωάννου και τον Νικολούδη. Άλλοι τον Χατζηπαναγή και τον Δεληκάρη. Άλλοι πάλι τον Δομάζο. Είναι αναπόφευκτο. Ήταν και είναι ανθρώπινο. Κάτι που ισχύει από πάντα, και όχι μόνο στα ελληνικά δεδομένα, αλλά για όλο τον κόσμο: διαφορετικά δεν θα είχαμε ακόμη και σήμερα το δίλημμα Πελέ ή Μαραντόνα; Πελέ, Μαραντόνα ή Μέσι;

Το βέβαιο είναι πως ο Δομάζος, σε μία εποχή που η μπάλα δεν κυλούσε με τόσα χιλιόμετρα την ώρα υπήρξε ένας χαρισματικός ηγέτης, όσο πανέξυπνος και ταλαντούχος ποδοσφαιριστής άσχετα εάν δεν είναι λίγοι εκείνοι που του προσάπτουν ακόμη ευθύνες για το «κάψιμο» αρκετών ταλέντων επί των ημερών του.

 Για τον Παναθηναϊκό υπήρξε μία εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 δύσκολη και μεταβατική και οι τύχες του ανατέθηκαν στην Κίνηση Ανανέωσης, μία πρωτοβουλία όπου ο Δομάζος είχε το απόλυτο ελεύθερο να ξαναχτίσει την ομάδα θυσιάζοντας κάποια μεγάλα ονόματα και αντικαθιστώντας τα με άλλα, δυστυχώς ή ευτυχώς νεότερα. Δεν έκαψε κανένα ταλέντο, απλά προχώρησε σε μία βαθιά τομή δημιουργώντας και καθοδηγώντας σταδιακά εκείνη την ομάδα που τελικά κατάφερε να φτάσει έως και τον τελικό του Ουέμπλεϊ και την επόμενη χρονιά, λόγω άρνησης του Άγιαξ στον διπλό του τότε Διηπειρωτικού.

 Τις ηγετικές και χαρισματικές του ικανότητες τις είχε αποδείξει και τον Ιανουάριο του ’72 όταν με αφορμή μία ευρωπαϊκή τουρνέ της πανίσχυρης Μποταφόγκο του Ζαϊρζίνιο, με δύο στάσεις και στην Αθήνα, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός λίγο έλειψε να ενωθούν, έστω για ένα 90λεπτο με σκοπό τη δημιουργία μίας μεικτής ομάδας. Η πρώτη συμφωνία προέβλεπε ένα παιχνίδι της Μεικτής με τη Μποταφόγκο στο «Καραϊσκάκης» και η δεύτερη, στη «Λεωφόρο».

 Την ημέρα της προπόνησης, στο Φαληρικό στάδιο, οπαδοί του Ολυμπιακού επιτέθηκαν φραστικά τόσο στον Δομάζο, όσο στους Φυλακούρη, Αντωνιάδη. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ο «Στρατηγός» αφού ξεκαθάρισε πως «εγώ, σ’ αυτό το γήπεδο δεν ξαναπατάω», πήρε τους συμπαίκτες του και έφυγε.

 Η συμφωνία τινάχτηκε στον αέρα. Η Μεικτή Ολυμπιακού- Παναθηναϊκού δεν σχηματίστηκε ποτέ. Κι έτσι αναγκαστικά έγιναν δύο παιχνίδια: το Ολυμπιακός- Μποταφόγκο 0-1 και το Παναθηναϊκός- Μποταφόγκο 2-1 με δύο γκολ του Αντωνιάδη από ισάριθμες ασίστ του Δομάζου. Ήταν μία μικρή- μεγάλη νίκη γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να είχε στείλει μήνυμα στους Ολυμπιακούς πως εάν είχατε κι εσείς Δομάζο, ίσως να κερδίζατε.

 Είχε όμως ένα μεγάλο απωθημένο: ότι δεν έφυγε ποτέ από τη χώρα, σε μία εποχή που πέρα από το επίσημο ενδιαφέρον της Ρεάλ Μαδρίτης για τον Παπαϊωάννου, οι προτάσεις σε Έλληνες ποδοσφαιριστές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αλλά κι ένα μεγάλο παράπονο: ότι εάν δεν είχε διαφωνήσει με τον τότε πρόεδρο Ματζαβελάκη, δεν θ’ αναγκαζόταν ποτέ ν’ αφήσει τον Παναθηναϊκό, έστω για δύο σεζόν, για την ΑΕΚ, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Κι ας ήταν, πιτσιρικάς, Ολυμπιακός…