Επειδή κάθε που δρέπει διεθνείς ύμνους, σηκώνεται πολύ συζήτηση στα social media, με αναδρομή στην… περιπέτεια της ζωής του επί των ημερών του Βαλβέρδε στον Ολυμπιακό, να το επαναδιατυπώσουμε και να επιστήσουμε την προσοχή στην πάσα αλήθεια:

Ουδέποτε ο «Τσινγκούρι» απέρριψε τον Κώστα Μήτρογλου. Άλλο να είχε λαθέψει μερικώς ίσως στην κρίση του για το νεαρό τότε ποδοσφαιριστή, να μην ανέμενε την λαμπρή εξέλιξη του σε τέτοιο βαθμό και εντελώς διαφορετικό ένας προπονητής του επιπέδου του τωρινού τεχνικού ηγέτη ΤΗΣ Μπαρτσελόνα, να είχε… επιπεφυκίτιδα και να έβλεπε θαμπά το μέλλον του σέντερ φορ της Μαρσέιγ!

Ο Ερνέστο διέγνωσε κακή αντίληψη επαγγελματισμού στον Κώστα, απόρροια της οποίας ήταν να μην τον συμπεριλάμβανε στις αρχικές επιλογές του. Δεδομένων όμως από την άλλη, των ευδιάκριτων πολλών θετικών χαρακτηριστικών στην ποδοσφαιρική πάστα του, τον έστειλε να κάνει το «αγροτικό» του στον Ατρόμητο και τον Πανιώνιο.

Να παίζει εκεί και όχι μόνο να μη χάνει έδαφος στην καριέρα του, αλλά να εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το χρόνο. Να δουλεύει μαζί με τον χρόνο και να «αγοράζει» παραστάσεις, πείρα. Να προοδεύει.

Ευεργετικά λειτούργησε στη μετέπειτα διαδρομή του διεθνή Έλληνα φορ ο Βαλβέρδε και όχι παρά λίγο καταδικαστικά όπως εξακολουθούν να πιστεύουν ακόμα ορισμένοι, ισχυριζόμενοι ότι… από τύχη έσωσε την σταδιοδρομία του ο Μήτρογλου.

Καλό, μέγα καλό του έκανε του Κώστα ο Ισπανός προπονητής που δεν τον άφησε να «καεί» στα αζήτητα του Ρέντη και να βρεθεί κάποια στιγμή εν συνεχεία έξω από το… μαντρί να του φάνε οι λύκοι την καριέρα.

Από… μισό καλό

Τίποτα δεν γίνεται τυχαία για να μετατραπούν μετέπειτα σε κατορθώματα. Αφού δεν συζητείται ότι ο Κώστας Μήτρογλου, μαζί με αρκετά άλλα παιδιά αυτής της φουρνιάς, τον Παπασταθόπουλο, τον Μανωλά, τον Σάμαρη, τον Σταφυλίδη, τον Τοροσίδη, τον Κ. Παπαδόπουλο, κ.α., που απαρτίζουν και τον international κορμό της Εθνικής Ομάδας τα τελευταία χρόνια, είναι οι αξιέπαινοι πρεσβευτές μας σε διεθνές στερέωμα.

Δούλεψε όμως και αυτός. Τη μισή δουλειά την έκανε για τον Μήτρογλου ο Βαλβέρδε με το χειρισμό του στην συγκεκριμένη περίπτωση και την υπόλοιπη, την πιο σκληρή και απαιτητική ο ίδιος ο πρώην ερυθρόλευκος επιθετικός με την εργατικότητα του.

Ο Μήτρογλου όχι μόνο δεν έμεινε «απελέκητο ξύλο» που λέει ο λαός, παραμένοντας «αμόρφωτος» ποδοσφαιρικά, αλλά έβαλε το κεφάλι κάτω και βελτιώθηκε σε όλους τους τομείς.

Από τα τελειώματα των φάσεων, που είναι η κεφαλαιώδης συνθήκη για το βιογραφικό του γκολτζή – ασχέτως αν γεννιέσαι κιόλας, για να τα λέμε όλα, ώστε να είσαι ο σκόρερ της «μιας επαφής»… - μέχρι τα σπριντ και τα βάρη στο γυμναστήριο για την οικοδόμηση σωματότυπου εφάμιλλου προς τις απαιτήσεις της θέσης και του ρόλου που έχει ο κάθε παίκτης στην ομάδα.

Τι έκανε ο άνθρωπος!

Ξαναθυμήθηκα την υπόθεση Μήτρογλου, θαυμάζοντας το σαββατόβραδο, τον τρόπο που ενεργεί ο μεγάλος σκόρερ στην ισοφάριση στο «ΓΣΠ»:

 «Μυρίζεται» την πάσα του «κλέφτη» Μάνταλου, αδειάζει τον προσωπικό αντίπαλο του τοποθετώντας μοναδικά το σώμα του προκειμένου να εκμεταλλευθεί ιδανικά το χαρισματικό εκτόπισμα του και πιάνει ένα από τα σπεσιαλιτέ του, σουτ-πλασέ, όπως ο Γιάννης Διακογιάννης αποκαλούσε στις περιγραφές του. Είναι τα πλασεδάκια που έχουν τη δύναμη των σουτ.

Φαν Πέρσι και… βάλε ο «Μητρογκόλ» στη φάση του 1-1. Κίνηση και εκτέλεση ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟΥ στράικερ!

Το να πιάσεις ρεκόρ του Γιώργου Σιδέρη δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρέπει να είσαι γεννημένος σκόρερ. Να κοιτάζεις το τέρμα από όπου να ΄ναι και να το βλέπεις τεράστιο, σαν την… Κοιλάδα του Ρουρ και όχι… γραμματόσημο.

Αυτό συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι πλασμένος για γκολεαδόρ.

Το «12άρι» της Κύπρου

Κατά τα λοιπά, η αναμέτρηση Κύπρου-Ελλάδας ήταν… πιο αργή και από replay, προβλέψιμη σαν το φως της ημέρας που διαδέχεται τη νύχτα και τόσο κουραστική, που σε έκανε σαββατόβραδο κιόλας, να αναπολείς το πρόγραμμα του Σπύρου Παπαδόπουλου στον ΣΚΑΪ, γιατί το ματς δεν σήκωνε ούτε μια στάλα κρασί στον καναπέ, να πεις «στην υγειά μας βρε παιδιά».

Για Eurovision πήγαινε το πράμα, μόνο που ούτε… Παπαρίζου, ούτε λαοφιλία και πανδαιμόνιο στις εξέδρες είχε, ούτε βέβαια τη «γκλαμουριά» μιας τέτοιας βραδιάς ευρωπαϊκού διαγωνισμού τραγουδιού.

Από όλα αυτά μόνο το «12άρι» της Κύπρου στην Ελλάδα, με γαλαντομία και αδελφική αλληλεγγύη, ήταν το ίδιο και το αυτό με τις συνθήκες Eurovision.

Για όνομα, δεν υπονοώ το παραμικρό μεμπτό, εκτός από το γεγονός ότι το ματς παρά-ήταν «φιλικό». Ούτε συμφώνησαν, ούτε συνεννοήθηκαν, ούτε τα «βρήκαν» ποδοσφαιρικά τα δύο κράτη. Αυτές είναι αναπόδεικτες αιτιάσεις, αναφαίρετοι συνειρμοί, ολίγον από… ιστορίες για αγρίους.

Άλλωστε, όποτε η Γερμανία περνάει διά περιπάτου και… παρελάσεων – όπως στα θλιβερά χρόνια του Ναζισμού ο Χίτλερ – την Αυστρία ή το Περού «σκίζεται» διαχρονικά όποτε αντιμετωπίζει τη Βραζιλία χωρίς να κάνει το ίδιο παίζοντας εναντίον της Αργεντινής ή υπάρχει σε πολλές ακόμα περιπτώσεις η εθνική φιλία μεταξύ δύο χωρών-λαών, θα μιλούσαμε συνεχώς για «στραβά μάτια».

Όχι, δεν κάθεται κανείς να γελοιοποιηθεί, να διασυρθεί. Αλλού είναι το θέμα. Στο υποσυνείδητο και χωρίς καμία προεργασία και συμφωνία: Όσο και αν θέλεις να συμπεριφερθείς επαγγελματικά, αδέκαστα, ανεπηρέαστα, σε συνθήκες και καταστάσεις σαν αυτές με την αδελφότητα ημών και των Κυπρίων, τα εθνικά σύμβολα και οι συναισθηματικοί δεσμοί, είναι πολύ ισχυρότερα από μια αθλητική πρόκληση.

Που στο τέλος, αφορούσε βαθμολογικά μόνο τον έναν! Και το κίνητρο παίζει πάντα το βασικό ρόλο στην ορμητικότητα των παικτών και της ομάδας για την κατάκτηση της νίκης.

Ο Σωκράτης, μετά τη λήξη του ματς, με δύο λόγια τα είπε όλα:

«Ο αγώνας με την Κύπρο ήταν τελικός για εμάς. Ήρθαμε εδώ να παίξουμε σε μία χώρα, με την οποία έχουμε τον ίδιο ύμνο. Είμαστε αδέρφια».

*** ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ πάντως, στη διαδρομή των προκριματικών, πολύ… μετά από την «άπαιχτη» Εθνική Βελγίου, η οποία απέχει σκάλες σε ποιότητα και αξία από τις ομάδες του Ομίλου μας, η Ελλάδα είναι αυτή που αξίζει να καταλάβει τη 2η θέση.

Έμοιαζε και έγινε ντέρμπι ως το τέλος με τους Βόσνιους. Ωστόσο φάνηκε από τα ματς – και στα μεταξύ μας, στο Καραϊσκάκη και την Ζένιτσα όσο και στα υπόλοιπα με τους άλλους αντιπάλους – ότι οι διεθνείς μας είναι ανώτεροι. Σαν ομάδα σίγουρα.

Και ατομικά, όμως, πέρα από δύο-τρεις σπουδαίους Βόσνιους (Ντζέκο, Πιάνιτς, άντε και τον «δικό μας», της ΑΕΚ, εδώ του ελληνικού πρωταθλήματος, τον Όγκνιεν Βράνιες) η Ελλάδα υπερτερεί, καθώς διαθέτει μεγαλύτερο αριθμό ικανότατων μονάδων.