Χωρίς πουριτανική διάθεση, μυγιάγγιχτοι δεν είμαστε, η ευθιξία καλό θα ήταν για όλους μας, να μη συναντά την υποκρισία, γεγονός είναι αυτό, αλλά δεν γίνεται κιόλας να του κάνουμε καλά καμωμένα!
Όποιος κι αν είναι, για όποιον κι αν πρόκειται, οτιδήποτε και αν πρεσβεύει, ένας λόγος επιπλέον αν τον λένε όπως τον λένε.
Και ακόμη χειρότερα για το… τρίτο το μακρύ του δάχτυλο που μας έδειξε κι από δω κι από κει, όταν κάποτε, 20 χρόνια πίσω, χαριτολογούσε δημόσια, θέλοντας να πείσει την κοινή γνώμη ότι το μαγικό χέρι που κορόιδεψε τον Σίλτον, το διαιτητή, ολάκαιρη την ποδοσφαιρική υφήλιο, ήταν… του Θεού.
Θεός φυλάξει! Ποιανού Θεού; Του… διαβόλου μαχαιριές είναι οι εκδηλώσεις του. Από νιός που ήτανε τα ίδια έκανε. Τώρα που περάσανε τα χρόνια θα άλλαζε; Ναι σιγά, αμ’ πώς; Ο λύκος κι αν εγέρασε…
Και τέλος πάντων, εμένα δεν με… σόκαρε, ούτε με ενόχλησε η χειρονομία του στο δεύτερο γκολ της Αργεντινής. Με πείραξε η όλη εικόνα του.’
Σήκωνε ψηλά το κεφάλι και φαινόταν το… ασπράδι των ματιών του. Ξάπλωνε πίσω στο κάθισμα του και ήταν σαν να «χύνεται» αποκαμωμένος, αξιολύπητος. Όπως όταν έγειρε μετά το τέλος του ματς, ημί-λιπόθυμος και τον έσερναν σηκωτό στη σουίτα για… τεχνητές αναπνοές.
Ένα ράκος. Ολόκληρος Ντιέγκο Μαραντόνα! Αυτή η μορφή. Αυτός ο άφθαστος παίκτης, ο ένας και μοναδικός στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Αυτός και όλοι οι άλλοι.
‘Ε, δεν γίνεται να ξεθωριάζει κατ’ αυτό τον τρόπο η εικόνα του μεγαλείου του. Δεν το ανέχομαι από αυτό ειδικά το τεράστιο είδωλο να γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος μπροστά στα μάτια όλου του πλανήτη. Να ξεπέφτει έτσι, για κανένα λόγο, όχι… χωρίς λόγο!’
Θα τοποθετηθώ προσωπικά: Το προσπερνάμε όλο αυτό που έγινε (πάλι) με τον “El Pibe de Oro” γιατί είναι ο Ντιεγκίτο.
Γιατί όπως οι παλιότεροι από εμάς ανατράφηκαν με τον Πελέ, εμείς μεγαλώσαμε με τον Μαραντόνα. Μας δίδαξε μπάλα, μας έκανε να τον θαυμάσουμε σαν μια μυθική φυσιογνωμία του διεθνούς ποδοσφαιρικού forum.
Αυτός ήταν η Καμόρα της Νάπολι.
Ήταν ο ένας, ο σούπερ, ο τέλειος. Ο Ντιέγκο και… κανένας άλλος. Που, πραγματικά, έπαιζε αυτός και ήταν όλοι οι άλλοι εκεί απέναντι, εναντίον του και τους κατατρόπωνε!
Μόνο εκείνος πήρε ένα «χωριό», τη Νάπολι, από το χέρι και το έφτασε όσο ψηλότερα δεν θα το πήγαινε ούτε η… Καμόρα με τις σκοτεινές μεθόδους της.
Μόνο εκείνος οδήγησε την Εθνική Αργεντινής στο απόγειο της δόξας. Άξιοι οι συμπαραστάτες του, αλλά αυτός μπορούσε και χωρίς εκείνους. Εκείνοι, όχι!
Πριν από τα ποδοσφαιρικά τελειώματα ήρθε ένας δημόσιος βίος που απασχολούσε τον Τύπο συχνά, με άκομψο και αταίριαστο για το image του τρόπο.
Πότε τα μπλεξίματα με τους εισαγγελείς της Νάπολι, πότε τα ναρκωτικά, πότε οι καβγάδες με τις γυναίκες της ζωής του, ένα σωρό προσωπικά του θέματα που έρχονταν κατά καιρούς στην επικαιρότητα, η βουλιμία του που τον έστειλε σε κέντρο αδυνατίσματος, μαζί με την πολυετή προσπάθεια απεξάρτησης του από τα ναρκωτικά.
‘Οι ασωτίες ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, άρρηκτα συνδεδεμένες με τη ζωή του. Σαν το αλκολίκι του Μπεστ που τον έφαγε στο τέλος’.
Τους μάθαμε, τους συνηθίσαμε, τους γνωρίζουμε ποιοι είναι. Ο δεύτερος εαυτός τους, έρχεται πολλάκις μπροστά και έτσι δεν μας παραξενεύει ότι και αν ακούσουμε, ότι κι αν μας πει ή μας… κάνει με τα δάχτυλα ο Ντιέγκο.
Δεν γίνεται όμως να πούμε και… «μπράβο του». Όπως αβίαστα θα λέγαμε, εξάλλου, «ντροπή του», για έναν απλό πολίτη, έναν κοινό θνητό, που δεν είναι ο Ντιέγκο. Δεν είναι ο… Θεός και ο σατανάς μαζί!