Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Συνώνυμο των όπου γης επιβητόρων. Αρχι… τος. Παντελονάτος. Αρρενωπός, σικάτος, μπριγιόλ στο μαλλί, αντρικό κούρεμα, ντυμένος στην «πένα», μαντήλι στο πέτο, αυτάρεσκο χαμόγελο. Ας κατάγεται απ’ όπου θέλει. Σε Ναπολιτάνο μάγκα φέρνει στα μάτια μου. Κι ας ήταν «λέρα» στο επιχειρείν και την πολιτική. Δύο μόνο χέρια έχει κι αυτός. Αν στο ένα κρατάει σταυρό, δεν γίνεται η δουλειά όπως πρέπει μόνο με το άλλο χέρι.
Τέλος, πάντων, το θέμα μας δεν είναι η αυτού μεγαλειότης των αναρίθμητων επιχειρηματικών, πολιτικών και ποδοσφαιρικών ανομημάτων. Θα έχει να κάνει για τις αμαρτίες του με κείνους, στους οποίους θα παραδώσει την ψυχή του.
Το θέμα μας σήμερα είναι ο Σίλβιο και η Μόντσα. Η ομάδα της γενέτειράς του, που αγωνίζεται στη Γ' Εθνική της Ιταλίας. Την αγόρασε πρόσφατα ο 82χρονος Μπερλουσκόνι και τοποθέτησε (ποιον άλλον;), τον έμπιστό του Αντρέα Γκαλιάνι να την «τρέχει».
Η νέα εποχή της Μόντσα «υπακούει» σ’ έναν βασικό και απαραβίαστο κανόνα του «Καβαλιέρε»: Όλοι οι παίκτες της απαγορεύεται να έχουν γένια, ή τατουάζ! Α, και το ρόστερ της συντίθεται μόνο από Ιταλούς ποδοσφαιριστές.
Γειασάν του μόρτη! Πώς είπατε; Ντεμοντέ ο κύριος; Καλά, κουβεντιάστε. Η Μόντσα πετάει, διεκδικεί άνοδο, είναι προσηλωμένη στο στόχο της. Οι παίκτες της δεν έχουν έγνοια για βαφές μαλλιών, μανικιούρ, πεντικιούρ, κοτσιδάκια, σκουλαρίκια και τατουάζ. Δε διασπάται η προσοχή τους. Δεν ακολουθούν την εικονική πραγματικότητα του μιμητισμού, που αγελοποιεί τους νέους και τις νέες, προσφέροντας την ψευδαίσθηση ότι ξεχωρίζουν και εντυπωσιάζουν. Αλέφαντο διαβάζει ο Μπερλουσκόνι και πετάει η Μόντσα!
Ανάμεσα στην ομαδική πειθαρχία και το φασισμό το όριο καμία φορά είναι μία… τρίχα. Εν προκειμένω, όμως, κρίνουμε σκόπιμο να πάει αλλού η κουβέντα. Στην κάθε λογής «επιδημική μόδα».
Ό,τι βλέπουμε σήμερα σε κεφάλια ή σε σώματα αθλητών και άλλων διασημοτήτων, το βλέπαμε και τις περασμένες δεκαετίες. Θα θυμίσω, για παράδειγμα, τον Ντένις Ρόντμαν του ΝΒΑ. Ήταν, όμως, ένας αυτός ο εκκεντρικός τύπος που έβαφε τα μαλλιά του για να δώσει χρώμα στην «τρέλα» του. Σήμερα είναι ολόκληρο κοπάδι. Κι αυτό είναι που ενοχλεί.
Τέσσερα, κατά βάση, είναι τα κακά της μοίρας των αθλούμενων νέων. Η επιμέλεια που δείχνουν στις τρίχες, οι… καρδούλες που σχηματίζουν στους πανηγυρισμούς όταν επιτυγχάνουν κάποιο γκολ, τα μηνυματκού τύπου -υποτίθεται- τατουάζ και ο τεχνολογικός τρόπος που επικοινωνούν μεταξύ τους.
Με τις τρίχες πολύ ασχοληθήκαμε. Για τους σκηνοθετημένους πανηγυρισμούς με πιάνει αλλεργία, γιατί έχει πάει περίπατο η φυσικότητα της αντίδρασης, ο αυθορμητισμός ή, αν θέλετε, η ευρηματικότητα της στιγμής. Είσαι αθλητής αγόρι μου ή κορίτσι μου, δεν είσαι… σκηνοθέτης.
Θέλω να πω ότι προτιμώ το εκτός ορίων ζοχάδιασμα του Καντονά, που χιμάει στον φίλαθλο, που του είπε κάτι για τη μάνα του και τον χαστουκίζει ή παίζει τις μπουνιές μαζί του, παρά τις… καρδούλες και τα… σκετσάκια μετά την επίτευξη ενός γκολ.
Τα τατουάζ είναι άλλη, παρεμφερής ιστορία εξοργιστικά υποκριτική, όταν κάποιος(α) το κάνει για επίδειξη. Δεν είμαστε κατά κάποιας απεικόνισης στο σώμα, όταν κάτι θέλεις να θυμάσαι ή όταν θέλεις να εμπνέεσαι από έναν έντονο συμβολισμό. Κάντο, όμως, για σένα, αν είναι και διακριτικά ακόμη καλύτερα.
Στο μεταξύ, απορώ πώς ξέφυγε του Μπερλουσκόνι το χειρότερο απ’ όλα. Τα κινητά τηλέφωνα και η εξάρτηση τον ποδοσφαιριστών από το ιντερνέτ. Άλλο μεγάλο και πολύπλοκο πρόβλημα αυτό της σύγχρονης (και ποδοσφαιρικής) εποχής.
Τι δουλειά έχουν τα κινητά στ’ αποδυτήρια ή τον πάγκο; Και τι πρεμούρα, όλοι κάτι να πουν, κάτι ν’ «ανεβάσουν» στο facebook, το Instagram και δεν ξέρω πού αλλού. Ντουζ κάνουν μετά το ματς με το κινητό στο χέρι. Ποια κόκα, ποια ηρωίνη και ποια μαριχουάνα; Χάνουν όλες οι εξαρτησιογόνες ουσίες, μπροστά στη «μαστούρα» του κινητού! Προκύπτουν χειρότερες ψυχικές παραισθήσεις απ’ αυτό το μαραφέτι, όταν ο άλλος είναι εξαρτημένος 24 ώρες το 24ώρο απ’ αυτό.
Παλιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα κινητά, σου τηλεφώνησε κάποιος φίλος στον αριθμό του σπιτιού, ή του γραφείου σου.
Σήμερα, όταν τηλεφωνεί σε ρωτάει: «Έλα, πού είσαι;». Όποιος το τολμάει σε μένα, του αντιγυρίζω: «Και τι είσαι εσύ, η Ασφάλεια; Όπου γουστάρω είμαι, αει σιχτίρ».
Για σκεφθείτε το. Υποβόσκων φασισμός. Προσβολή της ελευθερίας του άλλου. Όλα μελετημένα, μέχρις ότου να παραδοθούμε πλήρως και να είμαστε αιχμάλωτοι και τυλιγμένοι από το πλέγμα της παγκόσμιας ανελευθερίας.
Και το τελευταίο. Καμαρώνουν όλοι για τους ακολούθους τους στο facebook. Για τους «φίλους» τους. Για τα like που παίρνουν.
Με το συμπάθιο, αλλά τέτοια «τύφλα» δεν είναι να την καμαρώνεις. «Ψοφάνε» για να αρέσουν. Έχει αναχθεί η σαχλαμάρα σε τρόπο ζωής. Είναι, τέτοια η εξάρτηση (και η ματαιοδοξία…), που ο άλλος δεν αντέχει χωρίς like ούτε λεπτό! Και μετά, άλλο και τούτο στην ιντερνετοκινούμενη εποχή μας με τους «φίλους». Έτσι είναι οι φίλοι; Χιλιάδες και τσουβαλιασμένοι στις ηλεκτρονικές «αποθήκες»; Εδώ, τρομάζεις να βρεις και να πεις ότι έχεις ένα πραγματικό φιλαράκι για να μοιρασθείς το πόνο σου και να βγάλεις τα εσώψυχά σου κι αυτοί μας λένε ότι έχουν χιλιάδες φίλους-ακόλουθους. Ζουν την απατηλή αποδοχή του εγωκεντρισμού τους.
Χρειάζονται αναρίθμητοι Μπερλουσκόνι για ν’ αποτραπεί η ολοσχερής «κονσερβοποίηση» της νεολαίας. Πάντα, όμως, ένας είναι αυτός που παρακινεί τους άλλους. Δεύτερος ο Αλέφαντος. Υπ’ αυτή την έννοια η απόφαση του «Καβαλιέρε», έστω και με αφετηρία την άσημη Μόντσα, είναι ένα μήνυμα που όσοι ενστερνίζονται τα προεκτεθέντα, οφείλουν να του δώσουν πολλαπλασιαστική ισχύ.