Την ξέρω από τώρα την υπερασπιστική γραμμή. Ότι δηλαδή κανένας μας δεν έχει κρατηθεί στο γήπεδο και όλοι μας έχουμε λούσει με βρισιές τον διαιτητή, τον λάιζμαν, τον αντίπαλο σέντερ φορ.
Ένοχος δηλώνω κι εγώ, το «μ@λ@κ@» και το «αρχι...» και το «μωρή κουράδα» δεν έχουν λείψει ούτε σε ένα αγώνα από τη φρασεολογία μου. Αυτό είναι το γήπεδο, για εκτόνωση πας, δεν πας για τσάι.
Άλλο κερκίδα όμως κι άλλο τηλεόραση, άλλο λόγος ιδιωτικός και άλλο δημόσιος. Το να πεις και μια παπάρα παραπάνω ως αγανακτισμένος φίλαθλος, πάει στο διάολο. Δεν τον συγχωρείς, αλλά τον κατανοείς τον βρασμό ψυχής. Εμπρός στον φακό όμως, αφού έχουν περάσει ώρες επί ωρών από το επίμαχο μπασκετικό ντέρμπι τι γκαϊλές είναι αυτός που σε καίει και σε βασανίζει; Και πετάγονται τα βατράχια κοπάδι απ’ το στόμα σου…
Κι έχουμε και κάτι ακόμη. Άλλο είναι να πεις σε κάποιον «άντε γαμ...» κι άλλο να τον πεις «πίθηκο». Ιδίως όταν η συγκεκριμένη βρισιά έχει συνδεθεί εκατοντάδες χρόνια με το ρατσιστικό λόγο απέναντι στη μαύρη φυλή. Μην κάνεις ότι δεν ήξερες φιλαράκι και μην παριστάνεις τον άσχετο.
Μια χαρά γνώριζες τι σκατά είπες και μια χαρά καταλάβαινες πόσο θα τον προσβάλλεις τον άλλο. Γι’ αυτό τώρα κάτσε στο παγωτό και ετοιμάσουν να υποστείς τις συνέπειες. Αν έχεις το σθένος να τις αντέξεις, γιατί απ’ ό,τι είδα ήδη άρχισε το κο-κο-κο!