Πολλοί νοσταλγούν τον Διούδη, άλλοι ονειρεύονται τον Βλαχοδήμο. Λογικό είναι ο φίλαθλος να μην είναι ποτέ ευχαριστημένος με τίποτα, πόσο μάλλον όταν η ομάδα του χάνει το αήττητό της. Ας μην τα ρίξουμε όμως, όλα πάνω στον Αλμπέρτο Μπρινιόλι. Νόιερ, Μπουφόν, Κουρτουά, Ντονναρούμμα, ακόμη κι ο Ντίνο Τζοφ το’82, στο προσωρινό 2-2 του Σόκρατες με τη Βραζιλία έχουν δεχτεί πολύ χειρότερα.
Η αλήθεια είναι ότι το γκολ του Πινέδα θα μπορούσε να το είχε αποφύγει. Ήταν στην κλειστή του γωνία, δεν ήταν «ακαταμάχητης» δύναμης. Κυρίως ήταν κάτω από τα πόδια του, ό,τι δηλαδή περισσότερο εξευτελιστικό για έναν πεπειραμένο τερματοφύλακα. ‘Όπως έλεγε κι ο Βούγιαντιν Μπόσκοφ, «τον τελευταίο αστυνομικό στον αγωνιστικό χώρο: υπεύθυνο για ο,τιδήποτε συμβαίνει στην μικρή του περιοχή, μαζί όμως με τα μπακ». Αλήθεια, ποιος μάρκαρε ή δεν μάρκαρε σωστά τον Μεξικανό επιθετικό της ΑΕΚ;
Το βέβαιο είναι ότι ενάμιση χρόνο κάτω από τα δοκάρια του Παναθηναϊκού, με τον οποίο κατέκτησε κι ένα Κύπελλο ο 31χρονος Ιταλός τερματοφύλακας, που προσπάθησε να εξιλεωθεί αποκρούοντας στο τέλος πέναλτι του Γκαρσία, συνεχίζει να διχάζει τους φιλάθλους για το εάν είναι η σωστή επιλογή που θα δώσει την απαραίτητη ηρεμία στην αμυντική γραμμή των «πρασίνων». Φταίνε η αστάθειά του όταν έχει τη μπάλα στα πόδια. Η’ ένα είδος δειλίας και μη αποφασιστικότητας στο εναέριο παιχνίδι. Ενώ κάτω από τα δοκάρια, τόσο τ’ αντανακλαστικά του και το ένστικτο, όσο τα 187 του εκατοστά εμπνέουν, ασφαλώς περισσότερη σιγουριά.
Για τον φίλαθλο, αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Για το 1-0 στην «Αγιά Σοφιά», τ’ άκουσε μόνο ο Μπρινιόλι. Προφανώς απ’ όλους, σε Αθήνα κ υπόλοιπη Ελλάδα κ όχι μόνο από τους θαμώνες του Καφενείου του Γιάννη, κάπου στη Λουκάρεως, όχι πολύ μακριά από τη «Λεωφόρο» παρέα με φίλους και τα εξαιρετικά μεζεδάκια της Βιολέτας. Και τ’ άκουσε όχι δύο, αλλά τέσσερις φορές γιατί η ιδιαιτερότητα εκείνου του Καφενείου είναι οι δύο τηλεοράσεις που σου μεταφέρουν ήχο, αλλά και εικόνα με διαφορά 11 δευτερολέπτων. Άρα λογικό είναι ν’ ακούσεις, πρώτα στη μία το γκολ, μετά να το δεις στη δεύτερη, μετά να δεις το ριπλέι στην πρώτη, μετά ξανά το ριπλέι στη δεύτερη. Αυτή είναι η άγρια ομορφιά του ποδοσφαίρου, των Κυριακών και κυρίως των ντέρμπι.
Δεν είναι βέβαια, Μπουφόν. Και μάλλον δεν θα του μοιάσει ποτέ, γιατί εάν ήταν να εξελιχθεί σε τέτοιο, τα τελευταία 13 χρόνια δεν θ’ αναγκαζόταν να γυρίσει τη μισή Ιταλία για ν’ αποδείξει την αξία του. Όλο και κάποιος, διορατικός σκάουτερ θα του ανέθετε τα γάντια μίας μεγάλης ομάδας αντί να τον στέλνουν, κάθε τόσο και λιγάκι δανεικό σε Μοντεβάρκι, Λουμετζάνε, Τερνάνα, ξανά Τερνάνα, Σαμπντόρια, στην ισπανική Λεγανιές και ξανά στην Ιταλία σε Περούτζα, Μπενεβέντο, Παλέρμο, Έμπολι. Στη μέση, η ουτοπική απόκτησή του από τη Γιουβέντους (το ’15 και για 250.000 ευρώ), αλλά μόνο ως «ανταλλάξιμο εμπόρευμα» για το μισό κάποιου Μάζι πριν τον ξανά στείλουν αριστερά και δεξιά.
Κι όμως, στο μικρόκοσμό του, ο Μπρινιόλι κουβαλάει στην πλάτη του ένα ήδη σπουδαίο ρεκόρ. Γιατί είναι ο 3ος τερματοφύλακας στην ιστορία του ιταλικού πρωταθλήματος που πέτυχε γκολ, με κεφαλιά χαρίζοντας στην ομάδα του μία πολύτιμη ισοπαλία. Συνέβη στις 3 Δεκεμβρίου του 2017, στο 95ο του Μπενεβέντο- Μίλαν (2-2): κ ήταν ο πρώτος, ιστορικός βαθμός των γηπεδούχων ύστερα από 14, συνεχόμενες ήττες…
Ο πρώτος «Νο 1» που πέτυχε ποτέ γκολ στο Campionato ήταν ο Μικελάντζελο Ραμπούλλα της Κρεμονέζε, το ’92 και στο 92ο του 1-1 με την Αταλάντα, στο Μπέργκαμο. Ενώ ο δεύτερος, ο Μάσσιμο Ταϊμπι της Ρετζίνα, την Πρωταπριλιά του 2001, στο 91ο του 1-1 με την Ουντινέζε.
Αυτά, βέβαια ανήκουν στο παρελθόν και δεν αφορούν τον, εύλογα απαιτητικό και μονίμως δυσαρεστημένο φίλαθλο. Μακάρι να βλέπαμε το ντέρμπι παρέα και με τον Μπρινιόλι, να τους εξηγούσε ότι δεν έφταιγε μόνο εκείνος για την πρώτη, φετινή ήττα. Να τους το’ λεγε μάλιστα δύο φορές, με διαφορά 11 δευτερολέπτων…