Ήταν και είναι η λεγόμενη διπλωματία του «Soft- Power» μία στρατηγική με την οποία, το ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται ως εργαλείο συγκάλυψης διαφωνιών, αλλά και πραγματικών προβλημάτων ανάμεσα στην εσωτερική και τη διεθνή πολιτική. Κάποτε είχε ονομαστεί «διπλωματία του πινγκ- πονγκ», όταν το διάσημο άθλημα με τη ρακέτα έπαιξε σημαντικό, πυροσβεστικό ρόλο στις τεταμένες σχέσης Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά και «διπλωματία των πιονιών», όταν οι Μπόμπι Φίσερ και Μπόρις Σπάσκι, με έπαθλο τον παγκόσμιο τίτλο σκακιού κλήθηκαν να σβήσουν τις σπίθες ενός «Ψυχρού Πολέμου» που θα κατάπινε τον Πλανήτη.

Και εν μέρει πέτυχε γιατί, διαφορετικά, το μικροσκοπικό Εμιράτο, που δύσκολα βρίσκεις με την πρώτη στο γεωγραφικό χάρτη, δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να διοργανώσει ένα ολόκληρο Μουντιάλ. Εν μέρει όμως απέτυχε, γιατί το πείραμα είχε, έχει και θα έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για την αξιοπιστία και το πρεστίζ της Παρί, όσο για τα συναισθήματα των φιλάθλων της.

 Από το 2011, λοιπόν έως σήμερα η βιτρίνα μίας ομάδας που στήθηκε μόλις το 1970 γέμιζε και ξανά γέμιζε με λαμπερά φωτάκια. Κατά καιρούς με τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, από τον Παστόρε, στους Καβάνι, Μπέκαμ, Ιμπραχίμοβιτς, έως τους Τιάγκο Σίλβα, Ντι Μαρία, Ικάρντι. Μετά ήρθαν ο ακριβότερος ποδοσφαιριστής της Ιστορίας (Νεϊμάρ), ο μεγαλύτερος επιθετικός των δέκα, τουλάχιστον τελευταίων χρόνων (Εμπαπέ), κι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής της τελευταίας, επίσης 10ετίας (Μέσι). Οι «Τρεις Τενόροι» όμως, αντί να συγχρονιστούν, παραφώνησαν τελείως μετατρέποντας μία, φαινομενικά ιδανική ομάδα για Playstation και Virtual Football, σ’ εντελώς ανοργάνωτη κι ακατάλληλη για το μοναδικό ποδόσφαιρο που μετράει: τον πραγματικό.

 Πριν από την ελίτ της παγκόσμιας μπάλας, είχαν περάσει από το Παρίσι κι οι Ζουστ Φοντέν, Ντομινίκ Ροστό, Ζοέλ Μπατς, Λουϊς Φερναντέζ, μετά οι Ρικάρντο, Λε Γκεν, Φουρνιέ, Ζορζ Ουέα, Ανελκά, Νταλμά, Παουλέτα, αλλά και Ροναλντίνιο. Η Παρί, το ’95-’96 γινόταν η μικρότερη, σε ηλικία και Ιστορία ομάδα που κατακτούσε ποτέ ευρωπαϊκό (Κυπελλούχων) τρόπαιο. Ενώ αναλογικά με τα μόλις 53 της χρόνια ζωής έχει ήδη κατακτήσει πολλά και στη Γαλλία, με 10 πρωταθλήματα, 14 Κύπελλα, 9 Λιγκ Καπ, 11 Σούπερ- Καπ. Μετά ήρθε ο Εμίρης φέρνοντας τα πάνω κάτω, με την αρνητική έννοια, κι ας ξόδεψε περισσότερα από 2.5 δις.

 Διακόσια είκοσι δύο για τον Νεϊμάρ, 180 για τον Εμπαπέ, συν άλλα 630, για τα επόμενα τρία χρόνια, ως μπόνους άρνησης των σειρήνων της Ρεάλ Μαδρίτης, συν 92εκ. ευρώ το χρόνο, μισθό. Σαράντα, το χρόνο στον Μέσι, που πάλι καλά απέκτησε ως «ελεύθερο», όπως ελεύθεροι είχαν έρθει κι οι Ιμπραχίμοβιτς, Μπέκαμ, Ντονναρούμμα ή Σέρχιο Ράμος.

 Αν κι ο Εμίρης ουδέποτε ρωτούσε την τιμή και σκόρπιζε τα πετροδολάριά του σαν να ήταν σποράκια: 68εκ. για τον Χακίμι, 64.5 για τον Καβάνι, 63 για τον Ντι Μαρία, 50 για τον Ικάρντι, 49.5 για τον Νταβίντ Λουϊζ, 43 για τον Τιάγκο Σίλβα, 42 για τον Παστόρε, 41.5 για τον Βιτίνια. Χωρίς να υπολογίσουμε και το πόσο του στοιχίζουν το χρόνο όσοι έχουν δοθεί, μέχρι νεοτέρας δανεικοί: Ικάρντι (Γαλατάσαραϊ), Νάβας (Νόττινγκαμ Φόρεστ), Ντράξλερ (Μπενφίκα), Παρέδες (Γιουβέντους), Κουρζάουα (Φούλαμ), Εμπιμπέ (Άϊντραχτ).

Και τι κατάφερε σε 12 χρόνια, με ψώνια 2.5 δις ευρώ; Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μία τρύπα στο νερό: για παράδειγμα στο Champions League, το τρόπαιο με τα «μεγάλα αφτιά» που ονειρεύεται μέρα, νύχτα αποκλείστηκε από το 2017, 5 φορές στις 7 στη φάση των 16. Καλύτερα τα πήγε στη 2ετία 2019-’21 φτάνοντας επιτέλους σε έναν τελικό, χαμένο από τη Μπάγερν Μονάχου κι έναν ημιτελικό.

Μία Μπάγερν, την οποία μπορεί ν’ αποκαλούν «Παρί Σεν Ζερμέν» της Γερμανίας, αλλά το 2013 και το 2020 κατέκτησε δύο φορές το Champions League. Και που πρόσφατα, απέκλεισε και πάλι τους Γάλλους από μία ακόμη Φάση των 16, μάλιστα μ’ ένα γκολ του Τσούπο- Μότινγκ που κάποτε αγωνιζόταν στο Παρίσι, προτιμώντας όμως στη θέση του ένα ακόμη λαμπρότερο φωτάκι για τη βιτρίνα τους.

Καλά τα έλεγε ο Γιόχαν Κρόιφ. «Δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου ένα τσουβάλι λεφτά να βάζει από μόνο του γκολ». Εννοούσε τα αυτονόητα. Ότι από μόνα τους, τα χρήματα ή τα μεγάλα ονόματα δεν φτάνουν για να χτίσεις μία ανίκητη ομάδα. Μόνο στο Παρίσι (αλλά και στη Ντόχα) δεν το’ χουν ακόμη συνειδητοποιήσει;