Ήταν το 2009: ήταν η πρώτη χρονιά της Μπαρτσελόνα χωρίς τον Βραζιλιάνο «μάγο» της Ροναλντίνιο και η τελευταία με το φάντασμα του Ιμπραχίμοβιτς να αιωρείται περισσότερο πάνω από έναν πάγκο, παρά στο γήπεδο, γιατί ο Σουηδός ξεκαθάρισε αμέσως την άρνησή του να μπει στον μηχανισμό του προπονητή προκαλώντας τον Γκουαρδιόλα να βρει μία διαφορετική λύση. Την οποία και βρήκε, γεμίζοντας το κενό με γρήγορο passing game (το περίφημο tiqui- taka), από τους Τσάβι, Ινιέστα, Μέσι. Εκείνη τη χρονιά, με το επαναστατικό τους ποδόσφαιρο, Γκουαρδιόλα και «Blaugrana» θα κατακτούσαν το ιστορικό τους Triplete, πρωτάθλημα, κύπελλο και Champions League μες στην ίδια σεζόν, που ο Καταλανός τεχνικός ξανά κέρδισε φέτος στο τιμόνι πλέον της Μάντσεστερ Σίτι. Και ας είχε έναν βαρύ σέντερ- φορ σαν τον Χάλαντ, τον οποίο όμως είχε ήδη φροντίσει να μεταμορφώσει τόσο σ’ έναν παίκτη που θα συμμετέχει στην ανάπτυξη, όσο στο κλασικό Νο 9 που με τον όγκο και τη δύναμή του θ’ απασχολεί δύο αμυντικούς έτσι ώστε ν’ ανοίγει διαδρόμους για τους διαφόρους Ντε Μρόινε, Γκιουντογκάν, Σίλβα, Γκρίλις ή Ρόντρι.
Φαινομενικά, τόσο η Μπαρτσελόνα του τότε, όσο η Σίτι του σήμερα έμοιαζαν με δύο ομάδες «εξωγήινων», απρόβλεπτες, ταχύτατες και κυρίως αδύνατον να τις αντιμετωπίσεις. Στην πραγματικότητα όμως, ο Γκουαρδιόλα απλά μελέτησε, και μετά εφάρμοσε το σύστημα του Σέμπες στη μεγάλη Ουγγαρία του ’50, αήττητη για 4 ολόκληρα χρόνια, με 32 νίκες και 4 ισοπαλίες και μία μόνο ήττα, στον τελικό του Μουντιάλ ’54 από μία Γερμανία την οποία, αφού συνέτριψε 8-3 στη φάση των ομίλων, κέρδιζε 2-0 στο 8’. Εκείνη την ημέρα στη Βέρνη, είχε όμως τον Πούσκας με ένα πόδι, τον «μαύρο πάνθηρα» Γκιούλα Γκρόσιτς με ένα χέρι, γιατί τα υπόλοιπα μέλη τους είχαν φροντίσει να τα αχρηστεύσουν οι Ουρουγουανοί στον ημιτελικό. Κάπως έτσι ήρθε το απρόσμενο 2-3, μαζί με το τέλος εκείνης της «χρυσής» ομάδας.
Έως τότε όμως υπήρξε πρότυπο και καινοτόμος στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Μες στο «Ουέμπλεϊ» ταπείνωσε τους «δασκάλους του football» 3-6, και γενικώς με όποιον αντίπαλο και να έπαιζε (4-2 τη Βραζιλία, 4-2 την Ουρουγουάη, 9-0 τη Νότιο Κορέα, 8-3 τη Γερμανία), πετύχαινε πάντα ένα βουνό από γκολ. Είχε την πολυτέλεια να διαθέτει έναν Πούσκας, με 352 γκολ σε 341 παιχνίδια με τη Χόνβεντ. Έναν Χιντεγκούτι (238 γκολ, επίσης με τη Χόνβεντ). Τους Κόκσιτς, Ζακαρίας ή Λόραντ. Είχε κυρίως έναν προπονητή στον οποίο άρεσε ν’ ανακατεύει την τράπουλα και να μπερδεύει τον αντίπαλο.
Ήταν η ωραία, νοσταλγική εποχή της αρίθμησης από το 1 έως το 11. Ήξερες ποιος είναι ο τερματοφύλακας. Με εξαίρεση την Αργεντινή του ’78, όπου ο Φιλιόλ φορούσε το 5 και ο Αρντίλες το 1, αλλά για αλφαβητικούς λόγους. Ήξερες το σέντερ- φορ (9), το δεξί (2) ή το αριστερό μπακ (3), το στόπερ (5), τον έξω αριστερά (11), τον «ενορχηστρωτή» (10) ή τον έξω δεξιά (7). Και ήξερες ότι το 3 πρέπει να μαρκάρει το αντίπαλο 7, το 2 το αντίστοιχο 11, το 5 το αντίστοιχο 9. Και ο Σέμπες τι έκανε; Άφησε το όποιο 5 να μαρκάρει ή να κυνηγάει τον Χιντεγκούτι και έφτανε το ίδιο στο γκολ γεμίζοντας το κενό με τους Πούσκας ή Κόκσιτς σε ρόλο «ψεύτικου 9». Το falso nueve, που επανέλαβαν κι αργότερα, ως αντίπαλοι πλέον σε Ρεάλ και Μπαρτσελόνα.
Η Μίλαν του Σάκι, για παράδειγμα μπορεί να έβαζε αρκετά γκολ με τον Φαν Μπάστεν, πετύχαινε όμως εξίσου πολλά και με τους Γκούλιτ, Ράικαρντ, Ντοναντόνι. Ο Καπέλο έφτανε στο γκολ και με τον Ντεσαγί. Ο Φαν Χάαλ με τον Ριμπερί. Ο θρυλικός Μπομπ Πέισλι, επί χρόνια ηγέτης μίας πολύ μεγάλης Λίβερπουλ επαναλάμβανε συχνά ότι «εάν βρεθείς, μες στην περιοχή με τη μπάλα στα πόδια και θα ξέρεις τι να την κάνεις, στείλε την στα δίκτυα και το συζητάμε αργότερα». Έτσι ακριβώς και ο Γκουαρδιόλα. Κανένας τους δεν ανακάλυψε την Αμερική, ούτε και το ζεστό νερό, όπως έλεγε κι ο μεγάλος Έντσο Φερράρι, ιδρυτής της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας. Απλά ξεσκόνισαν, μελέτησαν, αντέγραψαν και ξανάφεραν στη μόδα ένα σύστημα που είχε εφαρμοστεί και πριν από 73 χρόνια με τεράστια, μάλιστα επιτυχία…