Για βιβλίο Guinness, αλλά με την αρνητική έννοια τα αδιανόητα αποκαρδιωτικά ρεκόρ της Δημοκρατίας του Σαν Μαρίνο: του 5ου μικρότερου κρατιδίου του κόσμου, μόλις 61τχλ έκτασης, χτισμένου στα 662 υψόμετρο στους πρόποδες του Τιτάνα και με μαγευτική θέα την Αδριατική. Μία πολιτιστική κληρονομιά της Unesco, με πρωτεύουσα τη Σερραβάλλε, με εννέα επιβλητικά κάστρα, στοές άλλης εποχής και δρομάκια με καλντερίμια όπου οι 30.000 κάτοικοί της αναπνέουν ακόμη και σήμερα τον κατεξοχήν, Μεσαιωνικό αέρα του κάποτε.
Αυτά ως προς τη Γεωγραφία, γιατί το ποδόσφαιρό της θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με την Παλαιολιθική εποχή: στο ranking της Fifa, η Εθνική της ομάδα βρίσκεται στη θέση Νο 208, εννοείται, τελευταία και καταϊδρωμένη, με συντελεστή 753.11 βαθμών. Που σημαίνει ότι, πιο κάτω δεν πάει. Για την ακρίβεια πήγαινε μέχρι και το Νο 221, μετά όμως η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου απέβαλλε για τους χ,ψ λόγους 13 μέλη της και οι «Τιτάνες», που και τότε τελευταίοι ήταν, ανέβηκαν κάποιες θέσεις.
Για να έχουμε μία ιδέα του πόσο μακρινό φαντάζει το Νο 208, η Ελλάδα για παράδειγμα βρίσκεται στη θέση Νο 50 (με 1441.06 βαθμούς), η Κύπρος στο Νο 118 (1163.73), το Λιχτενστάιν, ιδιαίτερα αγαπητό στις καρδιές των κατοίκων της Σερραβάλλε, θα διαβάσετε πιο κάτω το γιατί, στο Νο 200 (848.82). Πάνω από το Σαν Μαρίνο βρίσκονται μόνο η Ανγκουίλα, με 785.69 βαθμούς, ενώ στο Νο 206 και 205 οι δύο Παρθένοι Νήσοι βυθισμένοι στον παράδεισο της Καραϊβικής: οι Βρετανικοί, με 804.11 και οι Αμερικανικοί με 816.59.
Στο 5ο, λοιπόν μικρότερο κρατίδιο του πλανήτη (το μικρότερο όλων είναι η Πόλη του Βατικάνο, με 0.49τχλμ, τα σύνορα του οποίου ξεκινούν και τελειώνουν στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου, ενώ το δεύτερο είναι το Πριγκιπάτο του Μονακό με 2.02τχλμ), ο κόσμος ναι μεν παίζει ποδόσφαιρο, αλλά σε καθαρά ερασιτεχνικό επίπεδο. Μαζεύονται, που και που τα απογεύματα, μετά τις δουλειές τους, ο χ,ψ, υπάλληλος γραφείου, ο διευθυντής, ο εστιάτορας, ο μανάβης, ο χασάπης, ο ηλεκτρολόγος ή ο υδραυλικός και κλωτσούν, για την πλάκα τους μία μπάλα.
Η εθνική του, ποδοσφαιρική ομάδα ιδρύθηκε μόλις το 1986 και έγινε μέλος της Uefa, αλλά και της Fifa το ’88. Ωστόσο, στη μικρή της Ιστορία πρόλαβε το ίδιο να γράψει μερικές από τις… χειρότερες σελίδες της παγκόσμιας μπάλας χάρη σε τέσσερα, αποκαρδιωτικά, αλλά και ίσως ανεπανάληπτα, αρνητικά ρεκόρ όλων των εποχών: 60 συνεχόμενες ήττες, από τις 4 Σεπτεμβρίου του 2004, μέχρι τις 14 Οκτωβρίου του 2014.
Είκοσι συνεχόμενα παιχνίδια χωρίς να πετύχει ούτε ένα γκολ, από τις 15 Οκτωβρίου του 2008, έως τις 11 Οκτωβρίου του 2011. Το τρίτο, καλύτερο απ’ όλα και κυρίως, ακόμη ανοικτό, που σημαίνει ότι μπορεί να καλυτερεύσει ή να χειροτερέψει, το ρεκόρ των 130 συνεχόμενων αγώνων χωρίς ούτε μία νίκη. Και το τέταρτο, μία και μοναδική νίκη στην Ιστορία της: στις 28 Απριλίου του 2004, 1-0 το Λιχτενστάιν με γκολ κάποιου Άντι Σέλβα που είχε δοκιμάσει την τύχη του, χωρίς όμως επιτυχία και στο Campionato με Βερόνα, Σπαλ, Πάντοβα, Σασσουόλο. Είχε και κάποιες, εντελώς τυχαίες αναλαμπές: 4 ισοπαλίες, με Τουρκία, Λετονία, ξανά Λιχτενστάιν και Εσθονία σε επίσημα παιχνίδια των προκριματικών, είτε του Euro, είτε του Μουντιάλ. Κατά λάθος, εννοείται.
Όπως είχε την ευκαιρία ν’ αποστομώσει τον Τόμας Μιούλερ, που είχε αποκαλέσει «άχρηστα» και χωρίς νόημα παιχνίδια ένα 0-8 της Γερμανίας σε φιλικό. Καθόλου άχρηστα, του είχε απαντήσει η ομοσπονδία: γιατί όσο και να επιμένετε να το παίζεται αλαζόνες, πάντα θα φοράτε το σανδάλι με τη λευκή κάλτσα.
Πριν από τον Σέλβα, δικαιωματικά κάτι σαν «εθνικός τους ήρωας», ο διασημότερος ποδοσφαιριστής του Σαν Μαρίνο υπήρξε ο Μάσσιμο Μπονίνι, από το ’81 έως το ’88 ακούραστο μηχανάκι και πνευμόνι στη μεσαία γραμμή της μεγαλύτερης Γιουβέντους όλων των εποχών. Της Γιούβε των Τραπατόνι και Μπόνιεκ, της μισής εθνικής Ιταλίας, από τον Τζοφ, στους Ρόσι, Καμπρίνι, Τζεντίλε, Σιρέα, Ταρντέλι νικήτρια των πάντων σε Ιταλία, Ευρώπη, αλλά και τον κόσμο, με πρωταθλήματα και κύπελλα, ένα Πρωταθλητριών (δυστυχώς του Χέιζελ), ένα Κυπελλούχων, ένα Σούπερ Καπ Ευρώπης και ένα Διηπειρωτικό.
Τη Γιουβέντους, κυρίως του «Le Roi», του «βασιλιά», Μισέλ Πλατινί για τον οποίο ο Μπονίνι ήταν κάτι σαν «προστάτης», γιατί είχε την σαφή εντολή να τον στηρίζει μες στο γήπεδο, να τον προστατεύει και ανά πάσα στιγμή να τον τροφοδοτεί προς τα δίχτυα. Μπονίνι και Πλατινί είχαν γίνει τόσο φίλοι και αυτοκόλλητοι, που όταν ο Γάλλος ξέμενε από τσιγάρα έστελνε, κρυφά, τον Μάσσιμο στο περίπτερο.
Μία ωραία νύκτα στο Τορίνο, ο Τζανφράνκο Ντε Λαουρέντις, αγαπητή τηλεπερσόνα των αθλητικών Σαββάτων της Rai έπιασε επ’ αυτοφώρω, πρώτα τον Μπονίνι μ’ ένα πακέτο τσιγάρα στο χέρι, και μετά τον Πλατινί, με το ίδιο πακέτο, να το ξετυλίγει, ν’ αφαιρεί μετά μανίας το πρώτο και να το καπνίζει με ανακούφιση.
-Μισέλ, του λέει ο Ντε Λαουρέντις. Τι κάνεις εκεί; Ατάραχος, ο Πλατινί γύρισε και του απάντησε: «Τζανφράνκο, το θέμα δεν είναι αν καπνίζει ο Πλατινί. Αλλά το θέμα είναι να μην καπνίζει ο Μπονίνι»…