Τελικά αποδείχθηκε πως όχι: αυτό όμως μπόρεσε να εξακριβωθεί πλήρως μόνο 40 χρόνια μετά το διασημότερο «γκολ φάντασμα» στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. Γιατί την ημέρα που συνέβη, και αφού μεσολάβησαν κάποια λεπτά λογικής αμηχανίας, ο Ελβετός διαιτητής Ντίενστ είχε αναγκαστεί να δείξει τη σέντρα, εμπιστευόμενος πλήρως την υπόδειξη του Λευκορώσου επόπτη, Μπαχράμοφ.

 Για να αποδείξουν το μέγεθος της αδικίας που υπέστησαν, οι Γερμανοί ζήτησαν τότε τη βοήθεια και τη συνδρομή της «Moviola», που προφέρεται στα αγγλικά «Μουβιόλα», από το Move, κινούμαι. Ήταν ένα μηχάνημα που υπήρχε ήδη, πολλά χρόνια στον κινηματογράφο γιατί είχε εφευρεθεί , στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στο 1917 και το 1924 από τον Ολλανδό μηχανικό Ίβαν Σερουρίερ.

 Μία μηχανή που πρόβαλλε, σε αργή κίνηση, το ένα φωτόγραμμα (ή φωτογράφημα) μετά το άλλο, έτσι ώστε ο σκηνοθέτης να μπορέσει να επιλέξει την ιδανική ή την τελειότερη εικόνα μίας σκηνής. Μία μηχανή καινοτόμος, που ο Σερουρίερ είχε αρχικά επινοήσει για ιδιωτικές προβολές ταινιών και ήχου, ως αντικαταστάτρια κυρίως του γραμμοφώνου «Victrola», επειδή όμως η τιμή του ήταν απλησίαστη και άκρως απαγορευτική (600 δολάρια το 1920 ή 10.400 σε σημερινή αξία!), μπόρεσαν να την αποκτήσουν μόνο μεγάλα, κινηματογραφικά στούντιο της εποχής.

 Το καλοκαίρι, λοιπόν του ’66, και με αφορμή το «γκολ φάντασμα», η Μουβιόλα θα κάνει το επίσημο ντεμπούτο της ως τεχνολογικό στήριγμα του ποδοσφαίρου μέσω του γερμανικού, του αγγλικού, αλλά και του ιταλικού κρατικού δικτύου, με σκοπό να ρίξει φως στο χρόνιο μυστήριο. Αλλά το μόνο που κατάφερε να «παγώσει» και ν’ απομονώσει ήταν ένα συννεφάκι από γύψο, που απέδειξε ναι μεν ότι η μπάλα από το σουτ του Χαρστ είχε χτυπήσει πρώτα το οριζόντιο δοκάρι, κι από κει τη γραμμή του τέρματος, όχι όμως το εάν την είχε περάσει, ολοκληρωτικά ή όχι. Αυτό εξακριβώθηκε κατά λάθος, 40 χρόνια αργότερα όταν αναλύθηκαν ψηφιακά οι εικόνες μίας ξεχασμένης φωτογραφικής μηχανής ενός φιλάθλου ή μπορεί και τουρίστα που τη στιγμή του «εγκλήματος» βρισκόταν στην ίδια ευθεία με τη γραμμή του τέρματος.

 

 Τελικά, δεν την είχε περάσει. Σωστά φώναζαν οι Γερμανοί. Δεν θα ήταν όμως, ούτε η πρώτη, ούτε και η τελευταία αδικία που θα είχε υποστεί η Χ, Ψ ομάδα. Το βέβαιο είναι, ότι από τότε που η Μουβιόλα, και πολύ αργότερα το Var μπήκαν στην καθημερινότητά μας ο κόσμος της μπάλας έχασε, μία για πάντα την αθωότητά του. Έκτοτε, το κάθε παιχνίδι μπήκε, άθελά του στο μικροσκόπιο της τεχνολογίας, λες και ήταν ένα άψυχο σώμα, ξαπλωμένο στο ατσαλένιο κρεβατάκι του ιατροδικαστή, έτοιμο να εξεταστεί, όπως ακριβώς στις νεκροψίες, στην κάθε του λεπτομέρεια.

 Ακόμη και σήμερα, οι πλέον σοφιστικέ τεχνολογίες προσπαθούν ν’ αναρριχηθούν στους καθρέφτες προκειμένου να μην αδικήσουν τον έναν ή τον άλλον. Αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να θρέφουν το μικρόβιο της υποψίας, καλύπτοντας την ακόμη σοβαρότερη αρρώστια της κακής πίστης. Και έτσι, επειδή πάντα κάποιος άλλος πρέπει να φταίει, ο φίλαθλος μπορεί να συγχωρέσει το σέντερ- φορ για ένα χαμένο γκολ σε άδειο τέρμα ή τον τερματοφύλακα όταν θα του γλιστρήσει η μπάλα από τα χέρια, όχι όμως το, ανθρώπινο λάθος ενός διαιτητή πάνω στον οποίο, οι συνωμοσιολόγοι των γηπέδων θα σπεύσουν να κολλήσουν την ετικέτα του «πουλημένου».

 Η αθωότητα του ποδοσφαίρου, το ένστικτο και το απρόβλεπτο, η μαγεία, το σασπένς, η φαντασία και το θρίλερ της τελευταίας φάσης εγκλωβίστηκαν στα τεχνολογικά ευρήματα της κάθε εποχής. Και δυστυχώς παραμένουν έρμαια μίας Μουβιόλα ή ενός Var, των αποφάσεων δηλαδή ενός μηχανήματος που χρειάστηκε 40 ολόκληρα χρόνια για να μας πει εάν η μπάλα είχε περάσει ή όχι, τη γραμμή…