Ντοκιμαντέρ αριστούργημα, της ΕΡΤ και του Ertflix για τη ρεαλιστική κατάσταση κάποιων ερασιτεχνικών, ποδοσφαιρικών ομάδων. Για τα καθημερινά τους προβλήματα, τις σοβαρές ελλείψεις, χρημάτων, εξοπλισμού και υποδομών. Τις θυσίες των συγχωριανών που, από το υστέρημά τους γίνονται μία γροθιά για να συντηρήσουν τα όνειρα, τα δικά τους και των παιδιών τους για ένα καλύτερο αύριο σε μία χώρα, που πριν από μόλις μία 20ετία μπορεί να κατέκτησε ολόκληρο Euro, αλλά αντί να το εκμεταλλευτεί και να επενδύσει άφησε τη μπάλα, έρμαια της τύχης της, να ρημάξει.

 Η «στρογγυλή θεά» όμως είναι «κωλοπετσωμένη», σκληρή: ούτε θα πεθάνει τόσο εύκολα, ούτε θα σταματήσει ποτέ της να κυλάει. Όπου και αν βρίσκεται, όποιος και να την κλωτσήσει, το γκολ θα είναι πάντα γκολ. Τόσο το καλύτερο, εάν είναι να κρατήσει ψηλά την τιμή και την υπερηφάνεια ενός χωριού.

 «Τρία είναι τα σημεία που ορίζουν τη ζωή και τις αξίες της ελληνικής υπαίθρου, υπογραμμίζει, και πολύ σωστά ο αφηγητής: η εκκλησία, το καφενείο και το ποδοσφαιρικό γήπεδο».

 

 Το ρομαντικό ταξίδι στα άδυτά της, βασισμένο σε ιδέα και σενάριο του Θανάση Νικολάου και σκηνοθεσία του Κώστα Αμοιρίδη φέρνει στα σπίτια μας, άλλοτε με τρόπο διασκεδαστικό και συναρπαστικό, άλλοτε όμως με τραγελαφικό, έως σουρεαλιστικό, την πραγματική καθημερινότητα που βιώνει μία ερασιτεχνική ομάδα, μαζί με τα άγχη και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των όποιων παραγόντων για να τη συντηρήσουν γλιτώνοντάς την από τον αφανισμό. Μία προσπάθεια επώδυνη, αλλά ομαδική, γιατί γύρω από την ύπαρξή της περιστρέφονται η υπερηφάνεια, η τιμή, το ενδιαφέρον, το άλφα και το ωμέγα μίας ολόκληρης κοινότητας.

 

 Στα μέχρι στιγμής δέκα επεισόδια (τα οποία, από την καρδιά μας ευχόμαστε οι άνθρωποι να τα «εκατοστίσουν!»), οι συντελεστές του ντοκιμαντέρ ταξίδεψαν βόρεια, στο Πευκοχώρι, στην έδρα του Αιγέα Παλλήνης. Στις Καστανιές, ένα τέταρτο μακριά από την Ορεστιάδα, για να γνωρίσουμε τον Άρδα Καστανεών. Στο χωριό των Καλών Δέντρων, όπου η ομάδα ονομάστηκε Πυθαγόρας γιατί ο ιδρυτής της ήταν καθηγητής Μαθηματικών. Στα Τζουμέρκα και τα Πράμαντα, όπου η Αθλητική Ένωση Πραμάντων ακόμη πλένει τις φανέλες των παικτών στην πανίσχυρη νεροτριβή της κεντρικής πλατείας.

 Τα χρήματα είναι τσίμα, τσίμα. Ό,τι μπορεί δίνει ο καθένας. Ένα, καλοκαιρινό Πανηγύρι το χρόνο περιμένουν οι άνθρωποι για να συντηρηθεί η ομάδα. Άντε και καμία λαχειοφόρος αγορά, όπου μαζεύονται 5έυρα ή και 10έυρα για να κερδίσει ο νικητής ένα (κινέζικο, στην καλύτερη των περιπτώσεων) σετ κατσαβιδιών. Δεν πειράζει. Με την καρδιά τους τα δίνουν. Όσα λεφτά μαζευτούν, θα πάνε για βενζίνη, διαιτητές, ηλεκτρικό, σουβλάκια, φανέλες και μπάλες. Όχι πολλές: όλες κι όλες μάξιμουμ 4 με 5. Γι’ αυτό και σχεδόν απαγορεύονται, στις προπονήσεις τα σουτ στο «γάμα» του Καραγκιόζη: γιατί έτσι και χαθεί η μπάλα στο ποτάμι, άντε μετά να τη βρεις. Θα τη βρεις δηλαδή, αλλά ύστερα από μήνες, καμία δεκαριά χωριά πιο κάτω. Ο πλέον τυχερός είναι ένας φοβερός τύπος, φροντιστής που τις μαζεύει από το διπλανό κανάλι- χωράφι με την απόχη. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο θέαμα; Μόνο εμείς και η Βενετία έχουμε τέτοια κανάλια».  

  Θα γνωρίσουμε ακόμη τον Τροπαιοφόρο Τροπαιούχο, με τον αστικό θρύλο να διαβεβαιώνει πως όποιος καταφέρει να παρακολουθήσει τρεις παρακλήσεις στη σειρά, και να κοιμηθεί μία νύχτα εντός της εκκλησίας του Άι Γιώργη του Τροπαιοφόρου, την επομένη θα ξυπνήσει δυνατός και απαλλαγμένος από κάθε κακό.

 

 Τη Δόξα Βερμίου Πύργων, με λαμπρότερό της αστέρι έναν ποδοσφαιριστή που πριν μία 15ετία, όχι μόνο αγωνίστηκε στην ισπανική Αλκορκόν, αλλά απέκλεισε από το Copa del Rey ολόκληρη Ρεάλ Μαδρίτης. Τον Άρη Πηγών, από τη διοίκηση του οποίου πέρασε, κατά καιρούς όλη η κοινότητα. Και που ευχαριστεί για τα (συχνά, και όμορφα) γκολ της ομάδας τον κουρέα του χωριού.   

 Το ελαιοχώρι της Ελάτειας, μισή ώρα δρόμος από η Λάρισα όπου η ιστορική Θύελλα ονομάστηκε έτσι λόγω της καταιγίδας που είχε χτυπήσει το χωριό την ημέρα και την ώρα της ίδρυσής της. Τον Εθνικό Αστέρα Καλλιφύτου, ένα 5λεπτο απόστασης από τη Δράμα, που πέρα από τον Δημήτρη Σιόβα είχε «ανακαλύψει» πριν από χρόνια και τον καλό μας συνάδελφο, συνταξιούχο πλέον, Μάκη Σελαλμαζίδη. Η’ τον Αστέρα Βαλύρας, που κάθε φορά χρειάζεται μπόλικα ηρεμιστικά για να βγάζει η ομάδα τον αγώνα, στο… «Μαρακανά» με 11 παίκτες.

 

 Το κάθε χωριό και η κάθε ομάδα έχουν τις δικές τους Ιστορίες, για τις οποίες δεν θα κάνουμε άλλο spoiler γιατί είναι κρίμα, όσοι αποφασίσετε να τις δείτε, να μην τις απολαύσετε με την ησυχία σας. Σημειολογικά όμως, αυτό που σου προκαλεί εντύπωση, σε συγκινητικό, μάλιστα βαθμό είναι η υπερπροσπάθεια όλων αυτών των «μεροκαματιάρηδων» να κρατήσουν ζωντανό και, κυρίως υγιές το καμάρι και τη δημιουργία τους.

 Είτε είναι εκπαιδευτής σκύλων, και παράλληλα πρόεδρος, έφορος, προπονητής και φροντιστής. Είτε είναι παιδιά ή και λίγο… μεγαλύτερα, που πρώτα θα κάνουν τη δουλειά τους, άλλος κρεοπώλης και ηλεκτρολόγος, άλλος φοιτητής, οδηγός ταξί, ιχθυοπώλης, αγρότης, υδραυλικός ή συνοριοφύλακας και μετά θα παίξουν μπάλα. Και δεν το κάνουν για λεφτά. Τα πριμ τους είναι συγκεκριμένα: φτάνουν και περισσεύουν το χειροκρότημα του χωριού ή ένα σουβλάκι, όταν και αν κερδίσουν. Το κάνουν καθαρά και μόνο για την «καψούρα» τους. Τη μπάλα. Και ας την έχουν αφήσει να ρημάξει…