Ήταν μία κραυγή απελευθέρωσης, που για τον ίδιο σήμαινε την αναγέννηση και τη μεγάλη επιστροφή, μετά τον 1.5 χρόνο αποκλεισμού, λόγω ντόπινγκ. Εν τέλει όμως παρομοιάστηκε με το διάσημο έργο του Ένβαρντ Μουνκ, και της απελπισίας γιατί έμελλε να είναι και η τελευταία, πριν τη νέα τιμωρία μίας, χωρίς προηγούμενου, καριέρας.

Έχουν ήδη περάσει 30 χρόνια από τότε που, στις 21 Ιουνίου του 1994, στο «Foxboro Stadium» της Βοστόνης η Ελλάδα είχε την ατυχία να συνδυάσει την παρθενική της εμφάνιση σε Μουντιάλ με μία από τις καλύτερες Αργεντινές όλων των εποχών. Απέναντί της, η άπειρη ομάδα του Αλκέτα Παναγούλια είχε παίκτες στο απόγειο της φόρμας και της φήμης τους: Μπατιστούτα, Κανίχια, Σιμεόνε, Ρεδόνδο, Μπάλμπο, Σαμότ, Σενσίνι.

Πάνω απ’ όλους τον «Diez» (το 10άρη), Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα τον οποίο, ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός, Άλφιο Μπαζίλε δεν ήθελε να πάρει μαζί του στις Ηνωμένες Πολιτείες γιατί η ποινή αποκλεισμού για ντόπινγκ τον είχε καταντήσει υπέρβαρο και ντεφορμέ. Αναγκάστηκε όμως να τον καλέσει το ίδιο, ύστερα από πιέσεις, τόσο του τότε προέδρου της Fifa, Ζοάο Χαβελάνζε, όσο της αργεντίνικης Ομοσπονδίας, Χούλιο Γκροντόνα γιατί το αμερικανικό circus είχε ανάγκη από ένα σύμβολο.

Ο Μαραντόνα, πράγματι, μετά τη Νάπολι και το αποτυχημένο του πέρασμα από τη Σεβίλλη, ψευτοέπαιζε στη Νιούελ Ολντ Μπόις χωρίς όμως την όρεξη, την εκρηκτικότητα και την ταχύτητα του κάποτε. Αλλά μόλις έμαθε ότι ο Μπαζίλε θα τον συμπεριελάμβανε στο ρόστερ του Μουντιάλ, δούλεψε όσο λίγοι για να χάσει 16 κιλά και να εμφανιστεί, στεγνός και ορεξάτος στο μεγάλο ραντεβού.

Για την Ελλάδα, εκείνο το 4-0 αποδείχθηκε, από το 1ο κι όλας λεπτό, επιεικώς  εφιαλτικό. Δεν πρόλαβε, καλά, καλά να κάνει τη σέντρα και ήδη έχανε 1-0 με γκολ του Μπατιστούτα που τελικά θα πετύχαινε «χατ- τρικ» με δύο ακόμη, στο 44’ και στο 90’ με πέναλτι.

 

Ενδιάμεσα, μία και μοναδική απειλή με τον Σαραβάκο, κυρίως όμως το γκολ ποίημα, στο 60’ του Μαραντόνα. Πήρε τη μπάλα, έξω από την περιοχή, την αντάλλαξε με την ταχύτητα του φωτός με τον Ρεδόνδο, εκείνος του την ξαναέδωσε με τακουνάκι, ο Μαραντόνα, σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, και σαν να βρισκόταν σε τηλεφωνικό θάλαμο, «χόρεψε» με μία κίνηση τους Καλιτζάκη, Κολιτσιδάκη, Αποστολάκη και Μανωλά και με το μαγικό του, αριστερό πόδι έστειλε τη μπάλα στο παραθυράκι του Μήνου.

Έτρεξε αμέσως προς το κόρνερ, για να πανηγυρίσει, είδε μπροστά του μία τηλεοπτική κάμερα, την πλησίασε. Την πλησίασε ακόμη περισσότερο, κόλλησε το πρόσωπό του στο γυαλί, τα μάτια του ήταν έτοιμα να εκραγούν, οι μύες του στόματος είχαν πάρει μία ανώμαλη κλίση και ξαφνικά απελευθέρωσε μία κραυγή που ακούστηκε, σε mondovision σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο Μαραντόνα είχε επισήμως επιστρέψει, αλλά δυστυχώς η χαρά και ο ενθουσιασμός του θα πνίγονταν λίγες μέρες αργότερα.

Στο τέλος του αγώνα με τη Νιγηρία (2-1, με δύο γκολ του Κανίχια) τον πλησίασε μία Κυρία ντυμένη στα λευκά, μ’ έναν μπλε σταυρό και την ένδειξη medical στη μπλούζα και τον παρακάλεσε να την ακολουθήσει. Εκείνος, χωρίς να υποπτευτεί το παραμικρό, την πήρε από το χέρι, σαν να ήταν ένα παιδάκι που μόλις είχε χάσει τον δρόμο του σπιτιού του. Υποβλήθηκε στις εξετάσεις που του ζήτησε, αλλά τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν ένα παγκόσμιο σοκ: εφεδρίνη, νέο ντόπινγκ και νέα ποινή αποκλεισμού έως τον Σεπτέμβριο του ’95.

 

Ο Μαραντόνα εξερράγη κατά πάντων: κατά της Fifa και της Ομοσπονδίας του κραυγάζοντας υπέρ της αθωότητάς του και κατά του συστήματος που τον χρησιμοποίησε στην Αμερική για να πουλήσει, και όταν ξεπούλησε τον πέταξε στα σκουπίδια και τον παγίδευσε επινοώντας νέο θέμα ντόπινγκ.

Μαζί με το σύμβολό της, και η Αργεντινή εισέπραξε το βαρύ χτύπημα: ξαφνικά ξεφούσκωσε, έχασε το τελευταίο παιχνίδι του ομίλου από τη Βουλγαρία, πέρασε το ίδιο στα προημιτελικά, αλλά μετά αποκλείστηκε από τη Ρουμανία. Τυχεροί, όσοι Έλληνες είδαν από κοντά το τελευταίο γκολ του Ντιέγκο με την εθνική του. Τυχεροί και όσοι άκουσαν την κραυγή του: και ας του φώναζαν, σε κάθε κόρνερ που εκτελούσε το ιδιαιτέρως, χαμηλού επιπέδου «coca, coca»…