Ήταν 10 Μαρτίου του 1991, όταν ο εμβληματικός Λόταρ Ματέους κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα.

Ο Ματέους γεννήθηκε στο Έρλανγκεν, μια μικρή πόλη της Βαυαρίας. Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην Χερζογκενάουραχ και στη συνέχεια το 1979 μετακόμισε στην Γκλάντμπαχ, πραγματοποιώντας το ντεμπούτο του στην Μπουντεσλίγκα. Του πήρε μόλις ένα χρόνο για να πάρει την πρώτη του κλήση στην Εθνική ομάδα, όμως δεν ήταν σε καμία περίπτωση βασικό στέλεχός της. Ευτύχησε σε νεαρή ηλικία να γευτεί την κατάκτηση του Γιούρο 1980.

Φορώντας τα λευκά της Μαντσάφτ, τράβηξε και για πρώτη φορά τα ιταλικά μάτια. Όπως κοινοποίησε πολλάκις, θα μπορούσε από τα 20 του να πήγαινε στη Γιούβε λ.χ. και να κέρδιζε 20 τίτλους περισσότερους, αλλά δεν ήταν έτοιμος για το ιταλικό ποδόσφαιρο.

Το 1984, η Μπάγερν ήταν σταθμός στην καριέρα του. Στην ομάδα της Βαυαρίας έγινε ένα ποδοσφαιρικό πολυεργαλείο και ένας ολοκληρωμένος παίκτης. Πολύτιμος για τους συμπαίκτες του αμυντικούς στην οχύρωση αφού διέθετε ένα αρχοντικό-κυραρχικό στυλ παιχνιδιού, με εξαιρετική διείσδυση στην αντίπαλη περιοχή και σουτ με τα δύο πόδια. Στο Μόναχο ο Ματέους κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ Γερμανίας.

Το καλοκαίρι του 1988 ο Ερνέστο Πελεγκρίνι, πρόεδρος της Ίντερ, που ήταν τρελαμένος με τους Γερμανούς ποδοσφαιριστές, τον αγόρασε από την Μπάγερν έναντι 3.6 εκατομμυρίων ευρώ, μετά από υπόδειξη του Ρουμενίγκε. Ο Λόταρ επιλέγει τη φανέλα με το νούμερο 10 και οδηγεί τους Νερατζούρι στην κατάκτηση του 13ου Σκουντέτου τους, με το ρεκόρ των 58 βαθμών σε 34 αγώνες (σε μια Σέριε A με 18 ομάδες και με 2 βαθμούς για μια νίκη). Πέτυχε επίσης 9 γκολ, συμπεριλαμβανομένου του φάουλ που χάρισε τη νίκη με 2-1 κόντρα στη Νάπολι του Μαραντόνα. Τεχνική, προσωπικότητα και αίσθηση του γκολ, σε τέσσερα χρόνια στην Ίντερ ο Ματέους πραγματοποίησε 153 εμφανίσεις, σκοράροντας 53 γκολ. Πέραν από το Σκουντέτο, πανηγύρισε ένα Σούπερ Καπ Ιταλίας το 1989 και ένα Κύπελλο UEFA το 1991.

Την επόμενη χρονιά, λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού στο γόνατο, παραχωρήθηκε εκ νέου στη Μπάγερν.

Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο Ματέους ήταν επίσης σημαντικός παίκτης στην Εθνική ομάδα. Το 1986, η Δυτική Γερμανία ηττήθηκε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την Αργεντινή. Ο Λόταρ είχε σβήσει υποδειγματικά τον Μαραντόνα σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, χωρίς να καταφύγει σε συστηματικά φάουλ, κάτι που όμως δεν ήταν αρκετό, για να στερήσει το βαρύτιμο τρόπαιο για την Αλμπισελέστε.

Έτσι, το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας το 1990 ήταν το μουντιάλ του: Αρχηγός, με το 10 στην πλάτη, κυριάρχησε τόσο στην άμυνα όσο και στη μεσαία γραμμή, πετυχαίνοντας επίσης τέσσερα γκολ. Στον τελικό, στο Ολίμπικο της Ρώμης και ξανά κόντρα στον Ντιέγο, δεν εκτέλεσε το καθοριστικό πέναλτι, αλλά σήκωσε τη χρυσή μπάλα λίγους μήνες αργότερα.

Αφού αποχαιρέτησε την Ίντερ, ο Ματέους επέστρεψε στην Μπάγερν και προσαρμόστηκε εντυπωσιακά καλά, δημιουργώντας σοβαρό αντίκτυπο, ως λίμπερο. Εκεί κατέκτησε άλλα τέσσερα πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα Γερμανίας, ένα Σούπερ Καπ και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Παρ' όλα αυτά, του έλεπε το Τσάμπιονς Λιγκ. Το 1999 έφτασε στον τελικό του πολυπόθητου τροπαίου. Η Μπάγερν ήταν ανώτερη από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και προηγήθηκε με 1-0 πολύ νωρίς, ωστόσο Σέρινγχαμ και Σολσιάερ οδήγησαν τους κόκκινους διαβόλους σε μία απίστευτη ανατροπή.