Από το 1997, οπότε και παράτησε το ποδόσφαιρο λίγες μέρες πριν τα 31 του, το έριξε αρκετά έξω «επειδή του είχε λείψει», προσπάθησε να κάνει καριέρα ως ηθοποιός, έγινε part-time ακτιβιστής στην πατρίδα του, προπόνησε την εθνική beach soccer της Γαλλίας και τελικά πέρυσι επέστρεψε στη σιγουριά του φυσικού του χώρου, ως διευθυντής ποδοσφαίρου στη New York Cosmos.
20 χρόνια πριν βέβαια, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μετά από εννιά χρόνια ποδοσφαίρου στη Γαλλία είχε φτιάξει το όνομά του, αλλά το ευέξαπτον του χαρακτήρα του έκανε διστακτικούς τους δυνητικούς εργοδότες του, ειδικά αυτούς που ήξεραν από πρώτο χέρι ότι π.χ. το 1988 είχε αποκαλέσει τον τότε ομοσπονδιακό της εθνικής Γαλλίας, Ανρί Μισέλ, «σακούλα με σκ@τά» σε τηλεοπτική συνέντευξη. Παρόλα αυτά η Μοίρα το είχε γραμμένο: Πάνω που ήταν έτοιμος να υπογράψει στη Μαρσέιγ, ο ψυχαναλυτής του τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Αγγλία. Η χρονιά που πέρασε στη Λιντς πήγε καλά, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να γίνει περιζήτητος.
Τότε η Μοίρα έβαλε για δεύτερη -και τελευταία- φορά το χεράκι της. Στα μέσα Νοεμβρίου του 1992 οι πρόεδροι της Λιντς και της Μάντσεστερ συναντήθηκαν έπειτα από πρωτοβουλία του πρώτου, για να συζητήσουν την πιθανότητα μεταγραφής του Ντένις Έργουιν. Οι «κόκκινοι διάβολοι» αρνήθηκαν και τότε, σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Φέργκιουσον και Έντουαρντς, ο Σκοτσέζος του ζήτησε να ρωτήσει τον ομόλογό του μήπως ενδιαφέρονται να δώσουν τον Καντονά, μιας και η ομάδα χρειαζόταν επιθετικό και είχε αποτύχει τις προηγούμενες εβδομάδες να κλείσει τόσο τον Ματ ΛεΤίσιε όσο και τον Μπράιαν Ντιν! Η συμφωνία κλείστηκε και τις επόμενες μέρες η τρίτη κατά σειρά επιλογή του Φέργκιουσον αφίχθηκε στο Μάντσεστερ για να «συμπληρώσει το ρόστερ».
Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το «7» που κάποτε φόραγαν ο Τζορτζ Μπεστ και ο Μπράιαν Ρόμπσον έγινε συνώνυμο με τον ίδιο, όπως και ο σηκωμένος γιακάς. Τα τέσσερα πρωταθλήματα, τα δύο κύπελλα Αγγλίας, η επίθεση στον οπαδό με κλωτσιά κουνγκ-φου, η περίφημη δήλωση για τις «φώκιες και τις σαρδέλες» που την ακολούθησε, η λατρεία των φιλάθλων προς το πρόσωπό του που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, το σύνθημα του τίτλου που ακούστηκε σε κάθε γήπεδο στο οποίο αγωνίστηκε η Γιουνάιτεντ, όλα αυτά αποτελούν τις ψηφίδες του καλλιτεχνήματος που ο ίδιος δημιούργησε την πενταετία που φορούσε τα κόκκινα.
Πέρα όμως απ’ αυτά, η σημαντικότερη συνεισφορά του «enfant terrible» στο αγγλικό ποδόσφαιρο είναι ότι το βρήκε εγκιβωτισμένο στον «αγγλισμό» του και βυθισμένο στο δόγμα «4-4-2 με σέντρες, πολλά lads να πηδάνε για την κεφαλιά και τελικά να καθαρίζει τη φάση ο Τόνι Άνταμς» και απέδειξε (πρώτος αυτός) ότι μπορεί να είναι μια διαδικασία γεμάτη χρώματα και φαντασία, πιο αλέγκρα και πιο εξωστρεφής απ’ όσο οι Βρετανοί μπορούσαν να φανταστούν μέχρι τότε. Μετά βεβαίως ακολούθησαν κι άλλοι (Καντσέλσκις, Ασπρίγια, Τζόλα, Γκούλιτ, Ζουνίνιο, Μπέργκερ, Μπέργκαμπ, Όφερμαρς κλπ.), αλλά αν δεν εμφανιζόταν ο Ερίκ κι αν δεν είχε την επίδραση που είχε, είναι αμφίβολο αν οι αγγλικές ομάδες θα άνοιγαν τις πόρτες τους στους ξένους όσο το έκαναν -και σχεδόν απίθανο η Πρέμιερ Λιγκ να μετατρεπόταν στο κέντρο του ποδοσφαιρικού σύμπαντος, όπως είναι σήμερα. Δεν πεθάναν από βαρεμάρα, αυτό τουλάχιστον του το οφείλουν.
*Ο εικονιζόμενος πίνακας φιλοτεχνήθηκε από τον Michael Browne το 1997 και τιτλοφορείται «The art of the game».
ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr