Δεν είχαν καμία ιδέα για τις ιδιομορφίες της και τις ανάγκες της. Τις δυνατότητές της, σε σχέση με την αγορά στην οποία η κάθε ΠΑΕ απευθύνεται. Δεν είχαν κανένα σχέδιο για το μέλλον. Θεωρούσαν ότι το μόνο που είχαν να κάνουν θα ήταν να διαχειριστούν τα έσοδα που έρχονταν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τις όποιες χορηγίες από τον ΟΠΑΠ, άλλες ΔΕΚΟ και επιχορηγήσεις της ΓΓΑ ή ενισχύσεις της ΕΠΟ. Αυτή η αντίληψη «ατσαλώθηκε» από το καθεστώς ατιμωρησίας που υπήρχε στις όποιες παραβάσεις των νόμων έκαναν κατά συρροή οι παράγοντες.

Το κράτος, ως θα όφειλε, δεν έκανε τους ελέγχους που έπρεπε, με αποτέλεσμα να ανοίξει μία μπαλκονόπορτα παρανομίας που περνούσε κόσμος και κοσμάκης, χωρίς να σπρώχνεται. Η ανεπάρκεια, ο καιροσκοπισμός και οι ξεπερασμένες αντιλήψεις των στελεχών της ΕΠΟ συντηρούσαν αυτή την κατάσταση. Η εισαγωγή του ποδοσφαιρικού στοιχήματος στην ελληνική πραγματικότητα αποτέλεσε μία ακόμη ευκαιρία παράνομου πλουτισμού για όποιους είχαν τις κατάλληλες προσβάσεις ή την ιδιοκτησία μίας ΠΑΕ, οι οποίες στην Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων ήταν σχεδόν τριπλάσιες από εκείνες που υπήρχαν στη Γερμανία των 90 εκατομμυρίων.

Ετσι κι αλλιώς, δεν χρειαζόταν η οικονομική κρίση για να φανεί το οργανωτικό και οικονομικό χάλι του ελληνικού ποδοσφαίρου. Βλέπει, όποιος έχει την ψυχραιμία να το κάνει, με ποιον τρόπο προσπαθούν όλοι, στις ομάδες που αντιμετωπίζουν προβλήματα, να βρουν χρήματα για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ολοι, επειδή ο τραπεζικός δανεισμός δεν είναι εφικτός, προσπαθούν να δεσμεύσουν μελλοντικά έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα για να εξασφαλίσουν τη ρευστότητα που χρειάζονται από άλλες πηγές. Το γεγονός, ότι οι ομάδες δεν έχουν άλλη αξιόπιστη πηγή εσόδων πέρα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, είναι αποκαλυπτικό για την ανοργανωσιά τους, την ασχετοσύνη των παραγόντων τους και τις δυνατότητες της ελληνικής ποδοσφαιρικής αγοράς.
Αν οι ιδιοκτήτες των ομάδων της Super League θέλουν πραγματικά να δουν τις δυνατότητες της ελληνικής ποδοσφαιρικής αγοράς, ας αναθέσουν σε μία ειδικευμένη εταιρεία μια έρευνα για να ανακαλύψουν την αλήθεια. Παραμυθιαζόμαστε όλοι με ένα ποδόσφαιρο το οποίο είναι πολύ μικρότερο από όσο θα θέλαμε. Είναι σαν κάποιον που με πόδι για παπούτσι νούμερο 41 φοράει ένα παπούτσι πέντε νούμερα μεγαλύτερο. Κάθε κίνησή του στο βάδισμα μπορεί να είναι κωμική, αλλά γίνεται και επικίνδυνη.

Οι τρεις πηγές

Αν οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την ιδιότητα του παράγοντα στο ποδόσφαιρο είχαν μία εικόνα του κόσμου γύρω τους, θα γνώριζαν πώς ακριβώς γίνεται η οικονομική διαχείριση μίας ποδοσφαιρικής επιχείρησης. Θα γνώριζαν πως ο πιο στοιχειώδης κανόνας στην οικονομία του ποδοσφαίρου προβλέπει πως δεν είναι δυνατόν να ξοδεύεις πάνω από το 60% των εσόδων σου για μισθούς και συμβόλαια. Και το κλειδί σε αυτή τη «συμβουλή» δεν έχει να κάνει με το ποσοστό, αλλά με τα έσοδα.

Κάθε ομάδα που κινείται στον χώρο του σύγχρονου επαγγελματικού ποδοσφαίρου είναι υποχρεωμένη να υπολογίζει τα έσοδά της από τρεις πηγές. Και να φροντίζει η τροφοδοσία αυτών των πηγών να είναι διαρκής και όσο το δυνατόν να εμπλουτίζεται. Οι δύο από τις τρεις πηγές είναι τα τηλεοπτικά δικαιώματα και η πηγή του γηπέδου, που οι Αγγλοι ονομάζουν match day income, καθώς εκτός από τα εισιτήρια περιλαμβάνει και όλα τα άλλα έσοδα που μπαίνουν στο ταμείο της ομάδας την ημέρα του παιχνιδιού.

Από καντίνες ή εστιατόρια του γηπέδου που εκμεταλλεύεται η ομάδα, τις πωλήσεις της μπουτίκ, τις εισπράξεις του προγράμματος του παιχνιδιού και τα εισιτήρια. Πολύ μεγάλες ομάδες μπορεί να έχουν έσοδα και από αυτό που ονομάζεται hospitality ή φιλοξενία. Η Τσέλσι έχει στην ιδιοκτησία της ξενοδοχείο που βλέπει στο γήπεδο. Εχει παρατηρηθεί ότι πολλές ομάδες επιδιώκουν να μεγαλώσουν τα έσοδα από το γήπεδο, κατασκευάζοντας γήπεδα πολυλειτουργικά. Γήπεδα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για άλλες εκδηλώσεις εκτός από ποδοσφαιρικά παιχνίδια.

Πολιτική εισιτηρίων; Τι είναι αυτό;

Τρίτη πηγή εσόδων είναι το λεγόμενο merchandising. Εδώ περιλαμβάνονται οι πωλήσεις αντικειμένων με το σήμα της ομάδας –και οι φανέλες, φυσικά–, οι χορηγίες και οι διαφημίσεις. Οι πηγές αυτές προσφέρουν έσοδα ανάλογα με το μέγεθος της αγοράς μέσα στην οποία δραστηριοποιούνται οι ομάδες. Η σκωτσέζικη Ρέιντζερς, που βρίσκεται στα όρια της διάλυσης, στις αρχές της χρονιάς πήρε ένα δάνειο 30 εκατομμυρίων στερλινών βάζοντας υποθήκη τα έσοδα από τα διαρκείας της για την επόμενη πενταετία. Εδώ ποια σοβαρά και σταθερά έσοδα θα μπορούσε να παρουσιάσει μια ελληνική ομάδα –με την εξαίρεση 2-3– από την τριετή, ας πούμε, πώληση εισιτηρίων διαρκείας στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί; Και για να φτάσουμε στην καρδιά του προβλήματος, ποια είναι η κατάσταση των γηπέδων στην Ελλάδα και πόσα εισιτήρια κόβουν οι ομάδες της Super League;

ΠΗΓΗ: Sportday