Τα ήδη καταγεγραμμένα αγωνιστικά και εξω-αγωνιστικά περιστατικά με πρωταγωνιστή τον ίδιο την τελευταία πενταετία μιλάνε από μόνα τους.

Δυστυχώς η μιντιακή αδηφαγία, ιδίως αυτή που εκφράζεται στο ίντερνετ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Μπαλοτέλι έχει «δράσει» σε δύο χώρες που φημίζονται για το ανελέητο κυνήγι διασημοτήτων με σκοπό να τους εκθέσουν, βρήκε στο πρόσωπό του το ιδανικό πουτ@νάκι για να μοστράρει στους «πελάτες». Ακούγεται ίσως σκληρό, υπερβολικό και άδικο, ωστόσο απηχεί την πραγματικότητα. Τα ιταλικά και αγγλικά μίντια πήραν πολύ γρήγορα χαμπάρι ότι έχουν να κάνουν μ’ ένα παιδί που έγινε διάσημο σε νεαρή ηλικία, το οποίο -λόγω εμφανούς αστάθειας χαρακτήρα και αδυναμίας διαχείρισης αυτού του «πανηγυριού»- έλεγε και έκανε πράγματα τα οποία στον ίδιον μπορεί να έμοιαζαν με φυσιολογική εξέλιξη στη ζωή ενός «φτωχού Γκανέζου που έγινε πλούσιος και παγκοσμίως γνωστός Ιταλιάνος», στα χέρια όμως ορισμένων ΜΜΕ αυτομάτως μετατρεπόταν σε «publicity bitch».

Αν βέβαια τα ΜΜΕ που τον χειρίστηκαν (και καθημερινά τον χειρίζονται) μ’ αυτόν τον τρόπο δεν είχαν μία φορά την τσίπα να καταλάβουν από την ιστορία του ότι λ.χ. είναι ανήθικο να εκμεταλλεύεσαι ένα παιδί μεταναστών με γονείς που το έδωσαν για υιοθεσία στα τρία του χρόνια, τότε τουλάχιστον η ομάδα στην οποία ανδρώθηκε, η Ίντερ δηλαδή, όφειλε -πέρα από την ποδοσφαιρική στέγη για το ταλέντο του- να του παράσχει και την ελάχιστη παιδαγωγική και ψυχολογική υποστήριξη που χρειαζόταν. Δεν το έκανε, είναι φανερό (Ούτως ή άλλως οι Ιταλοί δέχονται κάθε χρόνο καραβιές ποδοσφαιρικών μεταναστών, οι μισοί εκ των οποίων ξαναπέφτουν στη θάλασσα για να γυρίσουν από εκεί που ήρθαν, το 45% μένει στη χώρα και απασχολείται σε δουλειές άσχετες με το ποδόσφαιρο και μόλις το 5% βγάζει από την μπάλα χρήματα που του επιτρέπουν να ζήσει, το δε 0,5% αν είναι τυχερό φτάνει μέχρι την πρώτη κατηγορία). Αντιθέτως τον άφησε «λυτό», χάρηκε που οι δυνατότητές του στο γήπεδο υπερέβαιναν τον χαρακτήρα του εκτός αυτού, καρπώθηκε σχεδόν ολόκληρο το ποσό από τα 22εκ. ευρώ που έδωσε η Σίτι για πάρτη του και στα βιβλία της έγραψε «a job well done, ας τον κάνουν άνθρωπο οι επόμενοι».

Τώρα στην Αγγλία, και πάντα ακροβατώντας στο μεταίχμιο της γραφικότητας, ο «Super Mario» εξακολουθεί να γεμίζει στήλες, να δίνει πιπεράτες φωτογραφίες στο κοινό, να ακολουθεί τυχαίες γκαρσόνες μέχρι το σπίτι τους για να τις ζητήσει σε ραντεβού κ.ο.κ. Ανάμεσα στις δραστηριότητές του αυτές δίνει και συνεντεύξεις, όπως αυτή στο «France Football» στην οποία αφού δηλώνει ότι στόχος του είναι η «Χρυσή Μπάλα» και αφού ξεκαθαρίζει πως «ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να τον κρίνουν», αυτοαποκαλείται (δύο φορές μάλιστα) «ιδιοφυία». Και να που ξαναγυρίζουμε στην αρχή: Δεν φταίει τόσο η εξαρχής ανοησία, ότι δηλαδή τολμάει να ξεστομίσει με άνεση κάτι που ούτε τα πραγματικά «ιερά τέρατα» του ποδοσφαίρου δεν είχαν διανοηθεί να κάνουν τον καιρό που έπαιζαν. Δεν φταίει τόσο ότι ο δημοσιογράφος που είχε απέναντί του αντί να γελάσει στα μούτρα του συνέχισε να τον κοιτάει σοβαρός, ενώ από μέσα του πανηγύριζε με τη σκέψη «βρήκα τιτλάρα!». Φταίει ότι το πιστεύει, διότι κανείς από τον περίγυρό του δεν του έχει μιλήσει περί του αντιθέτου. Φταίει ότι πιστεύει πως είναι φυσικό να το λέει δημοσίως, πως είναι νορμάλ να αυτο-ακκίζεται σε όποιον βαθμό γουστάρει κάθε φορά, επειδή... μπορεί!

Αυτή η δυσλειτουργία θα προκαλέσει τελικά τον μεγαλύτερο πόνο στον ίδιο, στην πρώτη «στραβή»: το ότι ποτέ δεν έχει σκεφτεί ή διδαχθεί ότι στην πορεία προς την κορυφή ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής δεν κοιτάζει τους υπόλοιπους από πάνω προς τα κάτω. Μόνο αντίστροφα γίνεται.

ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr