Να χαμογελάσεις. Να ξεχάσεις, έστω για λίγο, αυτό το βαρύ σκοτεινό σύννεφο που κρέμεται πάνω μας. Ενα χαμόγελο ή οι κουβέντες ενός παιδιού, ένα φιλί από κάποιον που αγαπάς, μία εικόνα από την καθημερινότητα φευγαλέα όσο και η ανάσα, ένα καλημέρα από καρδιάς, μια μεγάλη νίκη της ομάδας σου ή το πιο σπάνιο, ένα δώρο.

Το δικό μου, απρόσμενο και γι' αυτό μεγαλύτερος πρόξενος χαράς, ένα κουτί με πιόνια σκακιού. Ε, και; Θα πει κάποιος. Οταν, όμως, έχεις αγαπήσει πολύ το παιχνίδι, ένα σετ πιόνια ξύλινα, από το House of Staunton και μάλιστα από τη σειρά Reykjavik II, σε κάνει να ξεφεύγεις. Μιά φίλη μεταφράστρια, που σαν σύννεφο έρχεται και φεύγει από την Ελλάδα, έφερε αυτό το εξαίρετο δώρο. Ενα απόλυτο φετίχ καθώς η συγκεκριμένη σειρά αποτελεί μία τέλεια αναπαραγωγή από τις φιγούρες που χρησιμοποιήθηκαν στην ιστορικότερη, ίσως, αναμέτρηση για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή που παίχτηκε ποτέ. Ρέικιαβικ, στην Ισλανδία το 1972, Μπόμπι Φίσερ εναντίον Μπόρις Σπάσκι.

Είναι σαν να σου χαρίζουν μία γνήσια μπάλα tango adidas σαν αυτή που χρησιμοποιήθηκε στο Μουντιάλ του '78. Σαν να παίζεις πιάνο σε ένα steinway ή να φθάνει στα χέρια σου μία γνήσια ρέπλικα της φανέλας του Τζόρνταν στο πρώτο του πρωτάθλημα με τους Βulls. Ή έστω να καταφέρνεις να βρεις στο e-bay μία γραφομηχανή Ρέμινγκτον, σαν αυτή που είχε ο Χέμινγουεϊ. Δεν είναι τόσο η σπανιότητα -αυτό το σετ δεν είναι και τόσο- όσο η ιστορία που έχει.

Αρχισα να μαθαίνω σκάκι γύρω στα 8 χάρη στην αγάπη και το μεράκι ενός δασκάλου μου στο δημοτικό που μου αποκάλυψε την αξεπέραστη μαγεία του «παιχνιδιού των παιχνιδιών». Εκεί, στην αρχή της δεκαετίας του '70, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου άκουσα το όνομα του Μπόμπι Φίσερ για πρώτη φορά. Θυμάμαι ακόμη και τώρα, έστω και αμυδρά τον απόηχο που είχε η νίκη του στο Ρέικιαβικ επί του Σπάσκι, που τον ανέβασε στο βάθρο του παγκόσμιου πρωταθλητή του σκακιού. Τον μοναδικό Αμερικανό που κατάφερε ποτέ κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο άλλο αθλητικό γεγονός -με την εξαίρεση, ίσως του τελικού μπάσκετ της Ολυμπιάδας του Μονάχου- που να γνώρισε μεγαλύτερη πολιτική εκμετάλλευση, γεγονός που τώρα μπορεί να φαντάζει υπερβολικό, αλλά όλη η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου ήταν.

Ενας αξεπέραστος μύθος

Ο Φίσερ, που έγινε η αγαπημένη μου σκακιστική φιγούρα μαζί με εκείνην του Κουβανού Καπαμπλάνκα, πραγματικά κατάφερε κάτι εκπληκτικό, αν σκεφθεί κάποιος ότι το σκάκι ήταν ένα παιχνίδι που κυριαρχούσαν οι Σοβιετικοί. Μάλιστα, ο αντίπαλός του, ο Μπόρις Σπάσκι, ήταν από τις μεγαλύτερες σκακιστικές μορφές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και της ιστορίας του παιχνιδιού, γενικότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την ήττα του από τον Φίσερ, ο Σπάσκι επέστρεψε στη Μόσχα και κέρδισε το πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ενωσης. Ενα πρωτάθλημα όπου το επίπεδο ανταγωνισμού ήταν πολύ σκληρότερο και από αυτό των προκριματικών αγώνων για την ανάδειξη του διεκδικητή του παγκόσμιου τίτλου αλλά και της σκακιστικής Ολυμπιάδας.

Ο Φίσερ ήταν ένα πραγματικό φαινόμενο στην ιστορία του σκακιού. Το 1958, σε ηλικία 20 χρονών έγινε ο νεαρότερος γκραντ μάστερ στην ιστορία του σκακιού, τότε. Αρχισε να παίζει σκάκι από την ηλικία των 6 ετών όταν τον μύησε στον μαγικό κόσμο του παιχνιδιού η αδελφή του. Το παιχνίδι ήταν το καταφύγιο του Φίσερ, που μεγάλωνε μακριά από τους χωρισμένους γονείς του. Εκεί μέσα έκρυψε όλα όσα ήθελε από τον κόσμο και όσα ονειρευόταν. Το παιχνίδι τον κατέκτησε και σαν άλλο τέρας τον ρούφηξε μέσα του. Ο Φίσερ ανέπνεε ασπρόμαυρα, κινιόταν μαυρόασπρα, ζούσε μαυρόασπρα. Εγινε ένας θλιβερά μονομανής άνθρωπος, αλλά και ένας αξεπέραστος γνώστης του παιχνιδιού, στην εξέλιξη του οποίου συνέβαλε αποφασιστικά.


Παράνοια. Σαχ και ματ

Aυτή η μονομανία του με το παιχνίδι τον οδηγούσε σιγά σιγά στην παράνοια. Στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη είχε ένα κρεβάτι σε κάθε δωμάτιο και δίπλα μία σκακιέρα. Κάθε βράδυ κοιμόταν σε διαφορετικό δωμάτιο παίζοντας από μία διαφορετική παρτίδα με τον εαυτό του, που έκανε μέρες για να ολοκληρωθεί. Πολύ συχνά, έπαιζε με κλειστά μάτια σε πολλές σκακιέρες παράλληλα με ισχυρούς αντιπάλους και κέρδιζε με άνεση. Το παιχνίδι του ήταν ασύλληπτο. Ο ίδιος ο Φίσερ θεωρούσε πως η ισοπαλία ισοδυναμούσε με ήττα και δεν την αποδεχόταν με τίποτε. Ηταν μία σκακιστική ιδιοφυΐα, αλλά ο άνθρωπος ήταν ένα ναυάγιο. Παρανοϊκός, με μανία καταδίωξης, μετά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1972, άθλο που ο Φίσερ δεν μπόρεσε να επαναλάβει, η ζωή του πήρε την κάτω βόλτα. Πέθανε το 2008 έχοντας αποσυρθεί στην επικράτεια των τρελών. Κάθε που θα παίζω με αυτά τα πιόνια, θα είναι σαν να κάνω ένα μνημόσυνο σε κάποιον που απορώ πώς το Χόλιγουντ δεν έχει κάνει ακόμη ταινία.

ΠΗΓΗ: Sportday