Ο Ντάρεν Ίντι αναγκάστηκε να αφήσει το ποδόσφαιρο χωρίς να το θέλει, λόγω τραυματισμών και εξομολογείται την κατάθλιψη και τις κρίσεις πανικού που ακολούθησαν την απόσυρσή του, καθώς και την απουσία στήριξης από τους ανθρώπους του αθλήματος.

Ο Ίντι έπαιξε από το το 1993 μέχρι το 1999 στην Νόριτς και στη συνέχεια ο Μάρτιν Ο’Νιλ δαπάνησε 3.000.000 λίρες για να τον κάνει παίκτη της Λέστερ, ποσό-ρεκόρ για τις «Αλεπούδες» εκείνη την εποχή. Φυσικά, στην Πρέμιερ Λιγκ. Οι συνεχείς τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να στεριώσει, ενώ στάθηκαν η αφορμή για το πρόωρο τέλος στην καριέρα του. Η παρουσία του στη Νόριτς δεν ήταν τυχαία. Έκανε ντεμπούτο το 1993, με τα Καναρίνια να παίζουν Ευρώπη και έπαιξε στην πρώτη τους φορά στο Κύπελλο UEFA. Την περίοδο 1996-97 τελείωσε τη χρονιά με 17 γκολ και έκανε τον Γκλεν Χοντλ να τον καλέσει στην Εθνική. Ωστόσο, ένας τραυματισμός του στέρησε και αυτό το όνειρο.

Τα συνεχή προβλήματα υγείας τον έκαναν να παίξει μόλις 40 φορές σε τέσσερα χρόνια με τη Λέστερ. Όταν τελείωσε το συμβόλαιό του, αναγκάστηκε να αποσυρθεί σε ηλικία μόλις 28 ετών και έχοντας συμπεριληφθεί στο Hall of Fame της Νόριτς για τον εορτασμό των 100 χρόνων της. Η ζωή μακριά από το ποδόσφαιρο δεν ήταν εύκολη. Η κατάθλιψη τον έκανε να παίρνει το αυτοκίνητό του και να φεύγει μόνος του βόλτες και οι κρίσεις πανικού τον οδήγησαν στο να καλεί απεγνωσμένα την σύζυγό του για να τον μαζέψει. Οι κρίσεις τον χτυπούσαν συχνά.

Η ιστορία του εγείρει ερωτηματικά για το κατά πόσο το ποδόσφαιρο αυτό καθεαυτό βοηθάει τους παίκτες που η μοίρα τους βγάζει εκτός παιχνιδιού χωρίς να το θέλουν. Η αρχή του τέλους ήταν ένα ματς της Λέστερ με την Τσάρλτον το 2001, όταν ο νυν παίκτης της Τότεναμ, Σκοτ Πάρκερ, με ένα τάκλιν τον άφησε εκτός για μήνες με πόνους στο γόνατο. Μέσα σε ένα χρόνο, έκανε τρεις επεμβάσεις. Ξυπνώντας από την αναισθησία στην τρίτη επέμβαση, κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν είναι καλά. Όπως εξομολογείται στον Independent: «Ήξερα από την έκφραση του προσώπου τους ότι τα νέα δεν ήταν καλά, αλλά οι λέξεις ‘θα σε συμβούλευα για το καλό σου να σταματήσεις το ποδόσφαιρο’ ήταν συντριπτικές».

Η σύζυγός του ειδοποιήθηκε από τον γιατρό να πάει στο νοσοκομείο το συντομότερο δυνατό. «Μπορώ να θυμηθώ ότι μπήκα μέσα και είδα τον Ντάρεν ξαπλωμένο με το χέρι να καλύπτει το πρόσωπό του. Ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για αυτόν και την οικογένειά μας, καθώς βασιζόμασταν στην καριέρα του». Πρώτη αντίδραση, ο πανικός. Σκέψεις για πώληση των πάντων, αφού οι μέρες της Πρέμιερ Λιγκ άνηκαν στο παρελθόν.

Η ανάμνηση του «αντίο» στους συμπαίκτες του, βρίσκεται ακόμα στο μυαλό του. «Αυτή πιθανότατα ήταν η χειρότερη στιγμή», τονίζει. Και όταν το σπίτι στο Λέστερ είχε πωληθεί και η οικογένεια επέστρεφε στο Νόριτς, η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο άσχημη. Άνθρωποι που εμπιστευόταν τον απογοήτευσαν, κυρίως όσον αφορά συνεργασίες σε επιχειρηματικές προσπάθειες. «Στο ποδόσφαιρο και στα αποδυτήρια όλοι βρισκόμαστε λιγότερο ή περισσότερο στο ίδιο καράβι, στην ίδια θέση στη ζωή. Απλά εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον και η καθημερινότητα μας φέρνει κοντά. Έξω, τα πράγματα είναι δύσκολα και σύντομα καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς τους πάντες.

Είναι δύσκολο όταν το μόνο πράγμα που ξέρεις είναι το ποδόσφαιρο. Έκανα βόλτες στο Νόριτς και έβλεπα χαρούμενα πρόσωπα και αυτό με έκανε περισσότερο λυπημένο. Ήταν ένας φαύλος κύκλος. Μετά ξεκίνησαν οι κρίσεις πανικού, οι οποίες με εξασθένισαν τελείως. Ήταν πραγματικά τρομακτικό και με παρέλυε κάποιες φορές. Μπορούσε να συμβεί τρεις φορές την ημέρα, προκαλώντας πόνο στα χέρια και σε άλλα σημεία του σώματός μου». Μέσα σε όλα στη μητέρα του διαγνώσθηκε καρκίνος στο στήθος, αλλά η επέμβασή της πήγε καλά. ο Ίντι συνέχιζε να ζει μέσα στην κατάθλιψη, αλλά ξεκαθαρίζει ότι ποτέ δεν σκέφτηκε την αυτοκτονία, βάζοντας πάνω από όλα την οικογένειά του.

Η κατάθλιψη χτύπησε και τη σύζυγό του. Όπως τονίζει στην βρετανική εφημερίδα, «μου είπε κάποια στιγμή ότι δεν θα είναι ποτέ ξανά χαρούμενος. Για τέσσερα χρόνια δεν μπορούσε ούτε να τρέξει. Δεν πήγαινε στον κήπο να παίξει με τα παιδιά μας, δεν έμπαινε καν μαζί τους στη θάλασσα στις διακοπές». Ο ίδιος, ζήτησε στήριξη από ανθρώπους του ποδοσφαίρου. «Ήμουν απογοητευμένος από την αντιμετώπιση που είχα.

Μίλησα με τον πρόεδρο της Ένωσης Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών, Κλαρκ Κάρλαϊλ, ο οποίος ήταν σπουδαίος, αλλά συνολικά η Ένωση με απογοήτευσε. Όταν πέθανε ο Γκάρι Σπιντ είχαν πει ότι θα στείλουν ενημερωτικά φυλλάδια για τη ζωή μετά το ποδόσφαιρο σε όλους τους πρώην παίκτες, αλλά δεν ήρθε τίποτα σε εμένα. Πρέπει να υπάρξει ένα μέρος όπου οι άνθρωποι του αθλητισμού θα μπορούν να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά. Αν αντιμετωπιστούν τα αρχικά στάδια της κατάθλιψης, θα μειωθεί ο τζόγος, ο αλκοολισμός, τα ναρκωτικά».

Τελικά, η αμέριστη στήριξη της οικογένειάς του ήταν αυτή που τον βοήθησε να προχωρήσει στη ζωή του, ενώ πλέον, δουλεύει στο ραδιόφωνο και «τρέχει» φιλανθρωπική ιστοσελίδα. «Ο κόσμος έχει την αίσθηση ότι οι ποδοσφαιριστές είναι εγωιστές και ξεροκέφαλοι. Υπάρχουν όντως κάποιοι, όπως σε κάθε πτυχή της ζωής, αλλά οι περισσότεροι δεν είναι έτσι και η κατάθλιψη δεν είναι… κλειστό κλαμπ. Πλούτος, φύλο, χρώμα, ηλικία δεν παίζουν ρόλο, μπορεί να επηρεάσει τον καθένα. Είναι πολύ σημαντικό να μιλήσεις και να αναζητήσεις βοήθεια. Θα εκπλαγείς από τα αποτελέσματα», τονίζει.

ΠΗΓΗ: othersidefootball.com