Για να πω την αλήθεια, μου έλειπε και η «σιγουριά» που μου έδινε η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη, η οποία μπορούσε να προσθέσει ένα ακόμη πλεονέκτημα στη μετάδοση. Θυμάμαι, ακόμη, τον τρόπο που κατέβαζε την ένταση της φωνής και μιλούσε χαμηλόφωνα πριν από μία κρίσιμη προσπάθεια ενός άλτη στο ύψος, λες και βρισκόταν δίπλα του και υπήρχε ο φόβος ότι αν μιλούσε λίγο δυνατότερα, θα κατέστρεφε τη συγκέντρωσή του. Αυτή η θεατρικότητα στην περιγραφή δεν ήταν καθόλου προσποιητή, αλλά απόλυτα φυσική και μαρτυρούσε τη βαθιά αγάπη και τον σεβασμό του ανθρώπου για τα σπορ, καταδεικτική της ποιότητας του δημοσιογράφου ο οποίος υπήρξε -και παραμένει- αξεπέραστος δάσκαλος.

Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, τι θα έλεγε για τη σημερινή εικόνα των Aγώνων που πλέον ετεροκαθορίζονται από ένα σωρό «περιφερειακές» επιδιώξεις. Τέλος πάντων, οι Ολυμπιακοί Αγώνες για μένα πλέον έχουν ενδιαφέρον για εκείνα που τους καθορίζουν και βρίσκονται εκτός αγωνιστικών χώρων, που έχουν γίνει υπερβολικά πολλά. Βέβαια, το «ξεχείλωμα» των αγώνων επιβλήθηκε από την τηλεόραση, πράγμα που έφερε περισσότερες ώρες μετάδοσης και πιο πολλά έσοδα, αλλά έπληξε σοβαρά τη γοητεία που είχαν. Το ντόπινγκ έχει αλλοιώσει κάθε έννοια συναγωνισμού, τα χρήματα κατέστρεψαν τα όποια Ολυμπιακά ιδεώδη και η τεχνολογία έφθασε να καθορίζει πολλά περισσότερα από όσα θα έπρεπε.

Αυτό, όμως, το «έπρεπε» δύσκολα καθορίζεται. Ακουσα με προσοχή τις χθεσινές δηλώσεις του Περικλή Ιακωβάκη και στέκομαι σε εκείνο που είπε, ότι θέλει να κάνει μία χρονιά χαλαρά, για να το ευχαριστηθεί. Η πίεση να ανταποκριθεί ένας αθλητής σε αυτό το σκληρά ανταγωνιστικό περιβάλλον των Αγώνων εξοστρακίζει την οποιαδήποτε χαρά μπορεί να αντλεί κάποιος από την ενασχόληση με τα σπορ. Αυτή τη χαρά μπορείς να τη συναντήσεις μόνο σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

Ομως, στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες εκείνο που μου έχει κάνει εντύπωση είναι η απουσία κάποιας στρατηγικής, κάποιων κανόνων με βάση τους οποίους η ΔΟΕ και οι εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές θα μπορούσαν να καθορίσουν το πλαίσιο της αλληλεπίδρασής τους με τα social media. Που θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη δυναμική τους και τις διαφορετικές πλευρές της χρήσης τους. Οι αποπομπές αθλητών λόγω σχολίων που έγραψαν στο twitter δείχνει πρωτίστως αυτό. Την άγνοια για τη δυναμική των νέων Μέσων. Δευτερευόντως και τους περιορισμούς που ενυπάρχουν στις επικοινωνιακές τους στρατηγικές.


«Μα, γιατί δεν μιλάει κανείς;»

Είναι η φράση που ακούω πιο συχνά για όσα μεθοδεύονται και επιβάλλονται από την τρόικα, η οποία χρησιμοποιεί ως εκτελεστικό όργανο την τρικομματική κυβέρνηση. Ο όρος «κυβέρνηση» χρησιμοποιείται καθ' υπερβολή. Η αλήθεια είναι ότι μιλούν πολλοί, αλλά όχι οι μηχανισμοί προπαγάνδας που ελέγχονται από τις τράπεζες, οι οποίες στο χαρτοφυλάκιό τους διαθέτουν και κόμματα.

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και μία εικοσιπενταετία, τουλάχιστον, ο μηχανισμός εξουσίας καταστρέφοντας το εκπαιδευτικό σύστημα -που καλλιεργεί την κριτική ικανότητα- και με τη διάδοση ενός μοντέλου διαβίωσης που στηριζόταν σε μία επίπλαστη ευμάρεια και διαμόρφωνε ελαστικότατες συνειδήσεις, διαμόρφωσε πολίτες ανασφαλείς, φοβισμένους, αδύναμους και απαίδευτους, καταναλωτές που αντί να απαιτούν, επαιτούν για λίγα ψίχουλα ευμάρειας.

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την απόλυτη κυριαρχία του καπιταλισμού, επικράτησε -σε όλον τον κόσμο- η αντίληψη του εκδημοκρατισμού της αφθονίας. Αυτή η αντίληψη βασίστηκε στην προσδοκία ότι με βάση τη μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και πλούτου στην ανθρώπινη ιστορία, κάθε γενιά θα μπορούσε να απολαμβάνει ένα επίπεδο διαβίωσης καλύτερο από εκείνο της προηγούμενης.

Αυτή η αντίληψη, του εκδημοκρατισμού της αφθονίας, έχει πλέον αντιστραφεί και έχει οδηγήσει στη δημιουργία ανισοτήτων πολύ μεγαλύτερων από ό,τι στο παρελθόν και με ρυθμό καταιγιστικό. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της δημιουργίας δύο τάξεων στην κοινωνία.


Οι δύο τάξεις

Πρόκειται για μία ολιγομελή τάξη, της οποίας τα μέλη μονοπωλούν την εξουσία, την εκπαίδευση και τον πλούτο. Και για μία άλλη που προσπαθεί να επιβιώσει. Κι όταν κάποιοι εκπρόσωποι της δεύτερης τάξης κάνουν λόγο για αλλαγή των κοινωνικών δομών, δεν το εννοούν. Απλά παζαρεύουν τη δυνατότητά τους να προσκολληθούν στην ισχυρή τάξη και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Σε ποια δημοκρατία το δικαίωμα 1 εκατ. 700 χιλιάδων ανθρώπων να δουλέψουν, να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, την περίθαλψη και την κοινωνική προστασία είναι «αντισυνταγματικό»; Αν και όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο, εκεί η δημοκρατία είναι άρρωστη και ο καταστατικός χάρτης λειτουργίας της -το Σύνταγμα- ελαττωματικό, τουλάχιστον. Κι εφόσον παραμένει ελαττωματικό, κάποιοι ευθύνονται που δεν αλλάζει. Υποψιάζομαι, όμως, ότι δεν αλλάζει γιατί αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να το αλλάξουν, δεν το θέλουν. Τους εξυπηρετεί ο τρόπος που λειτουργεί η δήθεν «δημοκρατία». Κι εφόσον εξυπηρετεί τους λίγους, βλάπτει καίρια τους πολλούς. Αυτό είναι το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί.

ΠΗΓΗ: Sportday