Δεν ξέρω τι με εντυπωσίασε περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Ίσως ήταν η απλωσιά του σταδίου. Ή η ατμόσφαιρα της τεράστιας αυτής ουτοπίας. Μπορεί ακόμα και η πρωτόγνωρη αίσθηση που ωθεί ένα επτάχρονο παιδί να θεωρήσει ότι «συμμετέχει» στη χώρα των ενηλίκων.

Το σίγουρό είναι –και το θυμάμαι σαν χθες– ότι με διαπέρασε κάτι πολύ έντονο και έσφιξα το χέρι του πατέρα μου, σαν να επισφράγιζα τον κοινό μας σύνδεσμο, το ότι η ομάδα της καρδιάς του περνούσε και στη δική μου καρδιά. Μπορεί το ποδόσφαιρο να υπάγεται στη ψυχρή λογική των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών και των αιμοβόρων παραγόντων, αλλά για τον απλό κόσμο έχει να κάνει με την καρδιά. Ειδικά τότε, την εποχή που όλα τα παιχνίδια γίνονταν στις τρεις το μεσημέρι της Κυριακής και στην εξέδρα δεν υπήρχαν καθίσματα παρά τσιμεντένιες κερκίδες που τα καλοκαίρια ζεμάταγαν και τους χειμώνες κολλούσαν από την υγρασία. Η ΑΕΚ κέρδισε το Αιγάλεω 3-1 εκείνη τη μέρα, κι αποχώρησα πανευτυχής αναπαράγοντας στο μυαλό μου τις ντρίπλες του Αρδίζογλου, τα γκολ του Μαύρου, την αρχοντική κορμοστασιά του Μπάγεβιτς. Και έτσι ακριβώς έγινα ΑΕΚ.

Δεν ήταν μια εκούσια επιλογή, ούτε με παρότρυνε κάποιος φίλος. Έγινα ΑΕΚ επειδή ΑΕΚ ήταν ο πατέρας μου. Επειδή μου άρεσε να κάνω παρέα μαζί του. Επειδή ήθελα να έχουμε κοινά. Οπότε τα χρόνια που ακολούθησαν, η Νέα Φιλαδέλφεια ομόρφυνε πολλές Κυριακές μας. «Πάμε στο γήπεδο;» μου έλεγε. «Πάμε!» του απαντούσα. Και φεύγαμε. Ήταν τζόρας εκείνες τις εποχές, τσακωνόταν με το παραμικρό, αλλά το γήπεδο ήταν διαφορετικό τότε, άσχετοι κάθονταν στη θέση σου και δεν σηκώνονταν, και όλοι έμοιαζαν έτοιμοι για καβγά μα χωρίς φωτοβολίδες και πέτρες.

Τα πρώτα χρόνια τού κράταγα το χέρι μέχρι να μπούμε, και βλέπαμε την ΑΕΚ να μεγαλουργεί, να κερδίζει 6-1 την Πόρτο, να παίρνει νταμπλ το 1978, να ρίχνει τεσσάρες στον ΠΑΟΚ και εξάρες στον Θρύλο, να σφύζει από δύναμη και υγεία. Ύστερα ήρθε η εφηβεία και τα πέτρινα χρόνια του ’80, καθώς μεγάλωνα έπαψα να του κρατάω το χέρι μέσα στο πλήθος, εκείνος με είχε το νου του όχι σαν παιδί αλλά σαν αντράκι, και κάπως έτσι ταυτίσαμε με τη μοίρα της ΑΕΚ και κάποια δικά μας πέτρινα χρόνια, οικογενειακά, το διαζύγιο των γονιών μου συνοδεύτηκε από το 6-0 στο Καραϊσκάκη και την τραγωδία της Θύρας 7, ένας Λάνγκλεϊ αντί του Ντούσαν στην επίθεση, μια άχαρη, μίζερη τροχιά εκτός τίτλων, Μπάρλος να μην υπάρχει πια, να υπάρχει μόνο μια καινούργια σκεπαστή κερκίδα πίσω από το τέρμα, σημάδι της οικοδομικής ευμάρειας μιας χώρας που οδεύει προς το τέλμα.

Τη δεκαετία του ’90 το χαμόγελο επέστρεψε μαζί με τον Μπάγεβιτς προπονητή, ο αετός απογειώθηκε πάλι, μεγάλος πια εγώ –ήδη είχα ξεκινήσει να δουλεύω– και ο πατέρας μου ακόμα πιο μεγάλος, τα χρόνια τον είχαν αλλάξει, περπατούσαμε στη Δεκελείας και τον έπιανα από τον αγκώνα για να μη χαθούμε, τώρα τον πρόσεχα εγώ όπως παλιά με πρόσεχε εκείνος. Ώσπου ήρθε το 1996, ο Μπάγεβιτς έφυγε, ήρθαν οι Άγγλοι της ENIC, ήρθε ο Μάκης Ψωμιάδης, τα πέτρινα χρόνια γύρισαν για να μείνουν οριστικά και το γήπεδο ως έννοια έσβησε, το ίδιο άχαρα με τον τρόπο που οι μπουλντόζες κατεδάφισαν μια ωραία πρωία τον τόπο των αναμνήσεών μας, τον ιερό ναό της πατρικής μου κληρονομιάς.

Τώρα βλέπω τα ματς από την τηλεόραση και σπάνια πηγαίνω στο ΟΑΚΑ. Θα ήθελα πολύ να τον πάρω μια μέρα και να πάμε, αλλά δεν θέλει, «δεν έχω όρεξη» μου λέει, «τι να δούμε;» Και πράγματι τι να δει; Η ΑΕΚ σβήνει από το χάρτη προδομένη από τους εκάστοτε σωτήρες της. Απομένει μόνο η διαθήκη της. Το παρελθόν. Αυτό που έχει αφήσει στον καθένα. Σε μας τους δύο άφησε μια ζωή πλημμυρισμένη από κοινές Κυριακές. Όπως και σε ένα σωρό άλλους πατεράδες και γιους. Υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο;

ΠΗΓΗ: athensvoice.gr