Κοιμόμουν. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα ή λίγο πριν το Πάσχα. Μικρή σημασία είχε. Το βουνό κατέβαζε ψοφόκρυο. Στραβοξύπνησα αξημέρωτα από ένα χτύπημα στο πατζούρι. Ήταν ο βοριάς; Όχι, ήταν χτύπημα συνθηματικό. Σηκώθηκα κι "έσκασα" λίγο το παράθυρο. Μπήκαν παγωμένος αέρας και η φωνή του Φώτη. Κόντεψαν να μου πέσουν η μύτη (από το κρύο) και τα αυτιά (από τις προσταγές του Φώτη). "Σήκω, πάμε". Η πρώτη προσταγή ήταν περιττή. Ήμουν ήδη όρθιος. Πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στο ρολόι. "Πού να πάμε, ρε, στις τέσσερις το πρωί με τέτοιο κρύο;". Αντί απάντησης, νέα προσταγή: "Ντύσου, πάμε".
"Να πάμε, αλλά πού;", συνέχισα. "Πάμε, ρε, σου λέω. Τελείωνε. Πάμε"!
Πήγαμε...
Πρώτα έξω από το σπίτι του Πέτρου της Κουφής. Δεν πήγαμε κατά την πόρτα, αλλά κατά το αγροτικό του. Ο Φώτης έβγαλε από την τσέπη τα κλειδιά του Τουότα (ΤΟΥΟΤΑ, έγραφε, Τουότα διαβάζαμε). "Οδήγα", είπε. Εκείνος δεν οδηγούσε. Αλλά το αμάξι ήταν του Πέτρου της Κουφής. "Μη μου πεις ότι του ΄κλεψες τα κλειδιά".
"Το ξέρει. Αυτός μου τα έδωσε. Οδήγα...".
Οδήγησα...
"Κατά πού;", ρώτησα. "Κτελ", απάντησε μονολεκτικά. Στο δρόμο, είδα σε μια ερημιά το αμάξι του παπα-Νίκου, ένα ρημάδι Ντάτσουν Τσέρι. "Να σταματήσουμε μπας κι έπαθε τίποτα ο παπάς;", ρώτησα. "Δεν έπαθε. Κουνιέται ολόκληρο το αμάξι. Δεν βλέπεις; Στις Βουλγάρες θα ήταν...".
Θα ήταν...
Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα του Μίλτου του Νταλικέρη στο facebook...