Η μηχανή του χρόνου μας μεταφέρει και πάλι κάπου στα μέσα της 10ετίας του ΄80 και -πού αλλού;- στη γειτονιά μας, την παραμονή μιας μεγάλης, πανελλαδικής απεργίας, στην οποία "όφειλαν" να συμμετάσχουν όλοι.
Η αλήθεια είναι πως κοντά 25 χρόνια μετά δεν θυμάμαι τους λόγους εκείνης της απεργίας, ωστόσο θυμάμαι πολύ καλά πως είχαν κληθεί να συμμετάσχουν σε αυτήν όλοι οι μισθωτοί δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες - ιδιοκτήτες καταστημάτων ή τεχνίτες. Στόχος ήταν να παραλύσει το κράτος, προφανώς γιατί τότε νόμιζαν πως το κράτος είχε στόχο να παραλύσει εμάς, χωρίς να φαντάζονται πως ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα ο γιος του τότε πρωθυπουργού θα μας είχε εφαρμόσει ακόμα πιο αποτελεσματικές μεθόδους...
Τέλος πάντων, κηρύχτηκε τότε η πανελλαδική απεργία και ο Γιωργομάκος, ο δήμαρχος, που ήταν κόντρα στην κυβέρνηση, βγήκε να ενημερώσει ο ίδιος τους καταστηματάρχες ότι πρέπει να απεργήσουν και τους τρομοκρατούσε παράλληλα με άγνωστες απειλές, του τύπου "μην κάνεις καμιά βλακεία και το ανοίξεις το μαγαζί, γιατί θα σε σταμπάρουν για απεργοσπάστη και θα σου κάνουν ζημιά. Δεν τους ξέρεις καλά αυτούς".
Αυτός μάλλον τους ήξερε...
Το ξημέρωμα της απεργίας, η γειτονιά μύριζε ζεστό ψωμάκι, όπως κάθε μέρα. Ο κυρ-Λάζαρος ο φούρναρης, παρότι στον καφενέ διαλαλούσε πως "ο Αντρέας είναι ο αδερφός του Οξαποδώ", αποφάσισε να εργαστεί, όχι φυσικά για να στηρίξει τον Αντρέα, αλλά για να μη χάσει το μεροκάματο, επειδή του είχε μείνει γιαπί ένα δωμάτιο από τον 3ο όροφο της 4ης πολυκατοικίας που είχε σηκώσει την τελευταία πενταετία. Έψηνε ο κυρ-Λάζαρος, ψηνόταν απέναντι ο κυρ-Στάμος ο μπακάλης, που ήταν κλειδωμένος μέσα στο μαγαζί του από τα χαράματα. Δεν το άνοιγε, όχι φυσικά για να στηρίξει τον Αντρέα, αλλά γιατί φοβόταν αυτούς που δεν ήξερε και τους ήξερε ο δήμαρχος.
Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...