Η ρετρό ιστορία που ακολουθεί, αγγίζει περισσότερο όσους έχουν πέσει θύματα της εφορίας. Η παλιοπαρέα των έιτις σε δράση, πολλές ρετσίνες, περισσότερα νεύρα και ένας ...καμπούρης, όχι όμως ο Αργύρης!
«Το ΄χεις χαμένο, ρε χαμένο;», φώναξε ο Μαστρομανέλος στον Δεμπασκαλά, που μόλις του είχε σερβίρει μια μπίρα στον καφενέ του Μπάφα, κάτω από τον πλάτανο. Ο Δεμπασκαλάς τον κοίταξε με απορία, αλλά απέφυγε να του πει «δεν πας καλά», γιατί ο θυμωμένος Μαστρομανέλος κι ο διάβολος ήταν δίδυμα αδέρφια. «Μπίρα παράγγειλα εγώ, ρε ζουλάπι;», ρώτησε και μπίρα είχε παραγγείλει γιατί ήμουνα μπροστά, μαζί με τον φίλο μου τον Φώτη και το είχαμε ακούσει και οι δύο. «Μάστορα, μπίρα παράγγειλες, εσύ σα να το ΄χεις χαμένο μου φαίνεται», ξανοίχτηκε ο Φώτης, πριν παραμερίσουμε και οι δύο για να περάσει ανάμεσά μας το μπουκάλι της μπίρας που εκσφενδόνισε προς το μέρος μας ο Μαστρομανέλος. Πιωμένος δεν ήταν, φουρκισμένος ήταν. «Κέρνα τον μάστορα ό,τι θέλει να πιει», είπα του Δεμπασκαλά, «λάθος θα ακούσαμε», πρόσθεσα, μήπως τον εξευμενίσω. «Μια ρετσίνα», παράγγειλε. «Σετάκι;», τον ρώτησε ο Δεμπασκαλάς. «Αφού τα ξέρεις, γιατί δεν τα φέρνεις;», τον ματαρώτησε εκείνος, εννοώντας πως μαζί με τη ρετσίνα ήθελε και μια κοκακόλα, καθώς αυτό ήταν το «σετάκι», πολύ πριν γίνει διάσημο ως …κοκτέιλ «Τούμπα Λίμπρε».
Μόλις το σετάκι έφτασε και μόλις ο Δεμπασκαλάς φεύγοντας ψέλλισε προς το μέρος μου «δεν πας καλά» με τα χείλια αλλά χωρίς να το ξεστομίσει επειδή η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτη, ο Μαστρομανέλος έκανε νόημα να πάμε στο τραπέζι του και είπε μια λέξη που δεν πρέπει να είχαμε ξανακούσει από τα χείλη του: «Συγνώμη»! Μείναμε και οι δύο με το στόμα ανοιχτό. «Τι θα κεράσω να πιείτε;», προσφέρθηκε να ανταποδώσει το κέρασμα. Εγώ μπίρα ήθελα, αλλά επειδή λίγο έλειψε να μου πετάξει στο κεφάλι την προηγούμενη που βρέθηκε στο τραπέζι του, έκρινα σκόπιμο να μην απαντήσω. «Εγώ θα πιω ένα ποτήρι από τη ρετσίνα σου, μάστορα», του είπε ο Φώτης, αλλά ο Μαστρομανέλος, παρότι γινόταν συχνά - πυκνά αεροπλάνο της πίστας, είχε κανόνες στο πιόμα. «Από τη δικιά μου, δεν πίνει κανένας. Φέρε, ρε χαμένο, ακόμα ένα σετάκι», πρόσταξε τον Δεμπασκαλά και στράγγιξε μοναχός το δικό του. Για να ξέρει πόσο αντέχει, όπως ισχυριζόταν. Εμείς που δεν ξέραμε πόσο αντέχει, κάποιες φορές είχαμε μετρήσει σετάκια, αλλά δεν καταλήξαμε αν αντέχει δεκατέσσερα, δεκαεφτά ή εικοσιδύο. Κάθε φορά κι άλλο νούμερο άντεχε (σιγά μην άντεχε...), ωστόσο από το δικό του σετάκι δεν έπινε κανένας άλλος. Άλλο χούι κι αυτό...
Διαβάστε τη συνέχεια της ιστορίας στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...