Ο Μαστρομανέλος καθόταν στο ...ρεζερβέ τραπέζι του στον καφενέ του Μπάφα κι έπινε τσίπουρα με τον Πέτρο της Κουφής και κάτι άλλους χαραμοφάηδες, όπως ο Ντούζας με το τρίκυκλο κι ο Στέφας ο τσομπάνης, που δεν ξέρω πότε σαλάγαγε το κοπάδι, αφού ο κώλος του είχε βγάλει ρίζες στην καρέκλα. Εμείς, χαραμοφάηδες σε εκπαίδευση, καθόμασταν παραδίπλα και περιμέναμε να σχολάσει ο Δεμπασκαλάς για να μας πάει βόλτα με το Ούνο. Εγώ, δηλαδή, περίμενα, γιατί ο Φώτης δεν είχε καθόλου υπομονή. «Θα τελειώνεις, ρε, καμιά ώρα; Μας περιμένουν η Θέκλα και η Φλώρα», τον ρώτησε κι ενώ ο Δεμπασκαλάς σέρβιρε στη συνηθισμένη του απάντηση -«δεν πας καλά»- μαζί με τα τσίπουρα στην παρέα του Μαστρομανέλου, εγώ σκεφτόμουν πού διάβολο πάει ο Φώτης και βρίσκει γυναίκες! Μα και Θέκλα και Φλώρα στο ίδιο πακέτο; Χαθήκανε οι Μαρίες και οι Παναγιώτες; Η αλήθεια είναι πως η Παναγιώτα όντως είχε χαθεί, με αποτέλεσμα να βγαίνω -πάλι- από ερωτική απογοήτευση. Οπότε έψαξα στον Καζαμία του Μπάφα το εορτολόγιο, βρήκα πότε είναι της Αγίας Θέκλας (της Αγίας Φλώρας δεν βρήκα) και ήμουν έτοιμος για νέες περιπέτειες. Θέκλα; Θέκλα. Τι να κάνουμε...

Κάποια στιγμή ο Φώτης δεν κρατήθηκε και πλησίασε τον Μαστρομανέλο να του πει να συντομεύει, γιατί αν άδειαζε εκείνο, το τελευταίο τραπέζι του καφενέ, θα σχόλαγε ο Δεμπασκαλάς και θα πηγαίναμε στο ραντεβού μας. «Μάστορα, δεν πας στο σπίτι σιγά σιγά, που περιμένει η Πολυξένη, να πάμε κι εμείς στη δουλειά μας;», είπε του Μαστρομανέλου κι εκείνος τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του. «Τι δουλειά έχεις εσύ, ρε κοπρίτη;», τον ρώτησε, λες κι ο Μαστρομανέλος που άνοιγε το γκαράζι μόνο για να αερίσει τα γράσα 10 με 11 το πρωί, ήταν προκομμένος. «Μας περιμένουν η Θέκλα κι η Φλώρα, ρε μάστορα», του ξεφούρνισε το λόγο της σπουδής του ο Φώτης. «Δεν πειράζει», απάντησε ο Μαστρομανέλος κι ο Φώτης νόμισε προς στιγμήν πως εννοούσε ότι δεν πειράζει να περιμένουν. Βέβαια, ο μάστορας εννοούσε πως ...«δεν πειράζει που τις λένε έτσι», ωστόσο ο Φώτης πήρε ανάποδες, γνωρίζοντας πως το φουστάνι ήταν το μοναδικό πάθος του Μαστρομανέλου. Μια (άλλη) γυναίκα -εκτός της γυναίκας του της Πολυξένης- μπορούσε να αποτελέσει τον μοναδικό λόγο για να πλυθεί, να ντυθεί σαν άνθρωπος και να είναι τυπικός στην ώρα του. «Τι λες, ρε μάστορα; Εσύ μου λες τέτοια κουβέντα; Να στήσω τα κορίτσια;», τον πρόγκηξε ο Φώτης, αλλά η στιγμή δεν ήταν καλή για επιθέσεις, γιατί μια φορά ο διάβολος είδε πιωμένο τον Μαστρομανέλο και είπε «Παναγία, βόηθα».

Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...