Η Πρωτομαγιά εκείνης της χρονιάς έπεφτε καμιά 20αριά μέρες μετά από το επεισοδιακό Πάσχα κατά το οποίο ο Φώτης είχε παρουσιάσει στον μαύρο τον Σαυρογιώργη, τον πατέρα του, τη μαύρη -Τζαμαϊκανή- Αμάντα ως αρραβωνιαστικιά του. Η ...αρραβώνας είχε λήξει άδοξα, όταν η Αμάντα είδε ...άσπρη μέρα παίρνοντας προαγωγή από το κωλόμπαρο των Ιωαννίνων σε ένα στριπτιζάδικο στην Αθήνα, μαυρίζοντας την καρδιά του Φώτη, αλλά και του Σαυρογιώργη, που την είχε συμπαθήσει και επέμενε να καλέσει τους δικούς της στο χωριό «για να δώσουμε λόγο». Το χωριό της Αμάντας δεν το μάθαμε ποτέ, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του Πέτρου της Κουφής, που ξεκίνησε το ρεπορτάζ από το «από ποιο χωριό είσαι ΄σύ, τσούπρα;», προχώρησε με δανεικά εγγλέζικα στο «βίλατζ, βίλατζ» με ερωτηματική γκριμάτσα και μετά το παραπροχώρησε θεωρώντας πως το «άι ντον΄τ αντερστάντ» της Αμάντα ήταν το όνομα του χωριού της, ρωτώντας της «και ποιανού παιδί είσαι ΄σύ;»...

Τέλος πάντων, η Αμάντα ήταν παρελθόν, ο Φώτης σε μαύρες πλερέζες, ο Πέτρος ο Αρμένης σε μαύρα ρούχα κι εγώ με τον Δεμπασκαλά ...μαύρη είν΄ η νύχτα στα βουνά. Γιατί εκεί θα πηγαίναμε. Στο βουνό! Ο Φώτης είχε έναν μπάρμπα τσομπάνη, που είχε φτιάξει ένα «καλύβι» -έτσι το χαρακτήριζε- κοντά στο χωριό των παππούδων του, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί πριν καμιά 25αριά χρόνια, όταν οι κάτοικοι αποφάσισαν να κατέβουν στα πεδινά και να ιδρύσουν νέο χωριό για να συνδεθούν με τον πολιτισμό. Ωστόσο, ο μπάρμπας ο τσομπάνης, που έπαιρνε τα βουνά για να βοσκάει το κοπάδι, είχε δει το μέρος, του άρεσε, είχε βγάλει -ποιος ξέρει με ποιο τρόπο- χαρτιά και είχε συρματοπλέξει ένα οικόπεδο ως ιδιοκτησία του. Μετά, έχτισε και το «καλύβι»...

Ο συγκεκριμένος μπάρμπας, ο Θωμάς, καμιά σχέση με τον γνωστό μπαρμπα-Θωμά παρά τη μαυρίλα που σκίαζε εκείνες τις μέρες των Φώτη, είχε εμφανιστεί στο χωριό δυο-τρεις μέρες πριν την Πρωτομαγιά. Όταν είδε τον Φώτη σε ...μαύρο χάλι, του ΄πε «να πας να σε φυσήξει καθαρός αέρας», λες και στο χωριό είχαμε κανένα εργοστάσιο που κάλυπτε τον ουρανό με αιθαλομίχλη. «Αυτό που σου λέω. Να, πάρε το κλειδί και να πας πάνω, στο καλύβι. Θυμάσαι που είχες έρθει πέρσι με τον πατέρα σου, έτσι;». Θυμόταν...

Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα του Μίλτου στο facebook...