Διπλάσια ποσότητα από τη συνιστώμενη, όπως προτείνεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καταναλώνουν οι Θεσσαλονικείς, σύμφωνα με μελέτη επιστημόνων από ελληνικά και ξένα ακαδημαϊκά ιδρύματα και φορείς υγείας. Όπως αναφέρει το ΑΠΕ, στην ίδια μελέτη διαπιστώνεται ότι, στον αντίποδα, η ευεργετική πρόσληψη καλίου είναι μικρότερη από την προτεινόμενη.
Η μελέτη εκτίμησης της πρόσληψης αλατιού με την ονομασία "SING Study" (Salt Intake in Northern Greece) είναι η πρώτη που έγινε στην Ελλάδα με την ενδεδειγμένη μεθοδολογία, όπως προτείνεται από τον Π.Ο.Υ. Η μέθοδος βασίστηκε στην εκτίμηση της πρόσληψης νατρίου σε ούρα που έχουν συλλεχθεί κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου. Τον συντονισμό της συλλογής των δεδομένων είχε η Ελένη Βασάρα, από το Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό του τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, και η έρευνα δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό "Nutrients".
Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε ένα επαρκές δείγμα 252 υγιών ενηλίκων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, η μέση πρόσληψη αλατιού ήταν 10,7g ημερησίως, δηλαδή ποσότητα διπλάσια από τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (η οποία για τους ενήλικες είναι λιγότερο από 5g την ημέρα από όλες τις τροφές).
Η μελέτη διεξήχθη κατά τη διάρκεια ενός χρόνου (Φεβρουάριος 2015 - Μάρτιος 2016). Το 45,2% των συμμετεχόντων ήταν άντρες, οι οποίοι φάνηκε να καταναλώνουν περισσότερο αλάτι (11,9g ημερησίως) από ότι οι γυναίκες (9,7g ημερησίως).
"Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής αν και αναμενόμενα, δεν παύουν να είναι ανησυχητικά. Η υψηλή κατανάλωση αλατιού συνδέεται με πλήθος προβλημάτων υγείας. Παρ' όλο που το αλάτι δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα αύξησης της αρτηριακής πίεσης, είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες και πρέπει να μειωθεί σημαντικά" δήλωσε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η κ. Βασάρα.