Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ανέκυψε το ζήτημα της διαχείρισης μιας νέας κρίσης, εκείνης που αφορά την ενέργεια. Αμέσως μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης, η Ευρώπη κλήθηκε να αντιμετωπίσει ζητήματα ενεργειακής επάρκειας και αυτονομίας, γεγονός που ήρθε ως επακόλουθο της βιαστικής μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Έτσι, η νέα κρίση ξεσπά σε μια περίοδο που βρίσκει την Ευρωπαϊκή Ένωση ανέτοιμη, αλλά και αθωράκιστη. Τα παραπάνω αποτελούν απότοκο της μείωσης της δικής της παραγωγής κατά 35% τα τελευταία 6 χρόνια, έχοντας επαναπαυθεί στο φθηνό ρωσικό αέριο (Aurora, 2022).
Πιο συγκεκριμένα, πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής η Ευρώπη απορροφούσε το 72% του φυσικού αερίου της Ρωσίας, αλλά και το 48% του πετρελαίου της (ΙΕΑ, 2021). Χώρες που επίσης εξάγουν υδρογονάνθρακες στην ΕΕ αποτελούν: η Νορβηγία, το Κατάρ, το Αζερμπαϊτζάν, η Αλγερία και η Αίγυπτος. Τονίζεται πως τα κράτη αυτά (εξαιρουμένης της Νορβηγίας) έχουν αυταρχικά καθεστώτα ή ασταθή πολιτικά συστήματα. Παράλληλα, οι εισαγωγές LNG (Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου) από τις ΗΠΑ τετραπλασιάστηκαν την περίοδο Ιανουαρίου 2021 – Ιουνίου 2022 (ΙΕΑ, 2022). Τέλος, υπογραμμίζεται πως, με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, τα ετήσια έσοδα εταιρειών και κρατών από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο σχεδόν τριπλασιάστηκαν το 2022, με το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βάρους να το επωμίζεται η Ευρώπη (ΙΕΑ, 2022).
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω στοιχεία, γίνεται αντιληπτό ότι η ενεργειακή αυτονομία της Ένωσης θα έχει εκτός από γεωπολιτικό αντίκτυπο, και οικονομικό. Η απεξάρτηση από εξωγενείς πηγές προμήθειας ενέργειας θα την καταστήσει καλύτερο διαπραγματευτή στη διεθνή πολιτική σκηνή και θα της επιτρέψει να μην είναι έρμαιο εκβιασμών και αναγκαστικών πολιτικών υποχωρήσεων. Την ίδια στιγμή, η επένδυση σε νέες τεχνολογίες που θα οδηγήσουν σε ενεργειακή ουδετερότητα θα φέρουν σημαντικά οφέλη για τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Θέλοντας να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, η ΕΕ έθεσε, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, ένα αναπτυξιακό όραμα που αποτελείται από τέσσερις άξονες (SDSN, 2021):
- Κλιματικά ουδέτερη ευρωπαϊκή ήπειρος
- Εξάλειψη της μόλυνσης
- Μετάβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε καθαρές τεχνολογίες
- Δίκαιη πράσινη μετάβαση
Οι εν λόγω στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μέσω της αύξησης της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, αλλά και μέσω νέων τεχνολογιών και της ψηφιοποίησης (European Commission, 2020). Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές απαιτεί τη χρήση ορυκτών πρώτων υλών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την κατασκευή ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών. Στη συγκεκριμένη αγορά φαίνεται να πρωταγωνιστεί η Κίνα με ποσοστά που ξεπερνούν το 50% (Mackenzie, 2022). Αυτό σημαίνει πως η πράσινη μετάβαση ίσως και να μην είναι τόσο πράσινη, έχοντας την Ευρώπη ουσιαστικά δέσμια μιας άλλης αυταρχικής και απρόβλεπτης δύναμης. Έτσι, ο βαθμός εξάρτησης από αυτά τα μεταλλεύματα πρέπει να σταθμιστεί και ίσως κριθεί απαραίτητη η στροφή προς άλλες χώρες παραγωγούς ή ακόμα και η εκμετάλλευση ιδίων πόρων.
Το υδρογόνο
Το υδρογόνο έχει προκαλέσει έντονα το ενδιαφέρον επενδυτών αλλά και κρατών, καθώς πρόκειται για ένα στοιχείο το οποίο βρίσκεται σε αφθονία, αλλά συνήθως συναντάται σε ενώσεις με άλλα στοιχεία. Οι χρήσεις του εκτείνονται στους τομείς της θέρμανσης και της ηλεκτρικής ενέργειας (μέσω των κυττάρων καυσίμου), αλλά και στις μεταφορές. Οι κύριες μέθοδοι παραγωγής υδρογόνου σχετίζονται με το φυσικό αέριο και τους υδρογονάνθρακες από τους οποίους διαχωρίζεται με τη χρήση της θερμότητας (Tietenberg & Lewis, 2010).
Η εν λόγω παραγωγή αφορά μη φιλικό προς το περιβάλλον υδρογόνο, αφού παράγει ρύπους, έχοντας την ανάγκη των υδρογονανθράκων. Ωστόσο, υπάρχει και η δυνατότητα παραγωγής καθαρού (πράσινου) υδρογόνου, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμα όχημα για την ενεργειακή ουδετερότητα. Προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω τεχνικές περιγραφές, αναφέρεται απλώς πως το καθαρό αυτό υδρογόνο παράγεται μέσω της ηλεκτρόλυσης του νερού, προσφέροντας σχεδόν μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Η θέση του υδρογόνου στην Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Στρατηγική
Με βάση τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2020), η εφαρμογή της οικονομίας του πράσινου υδρογόνου θα πραγματοποιηθεί σε τρεις φάσεις:
- Στην πρώτη φάση (2020-2024), στόχος είναι η απανθρακοποίηση της υφιστάμενης παραγωγής υδρογόνου, από τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος της τωρινής παραγωγής δεν είναι πράσινο αλλά βασίζεται στο φυσικό αέριο και τον άνθρακα.
- Στην επόμενη φάση (2024-2030), το υδρογόνο θα γίνει μέρος του ενοποιημένου ενεργειακού συστήματος που αποβλέπει η ΕΕ, ενώ η χρήση του θα επεκταθεί και σε νέους τομείς, όπως σε αυτούς της χαλυβουργίας, του σιδηροδρομικού δικτύου και των θαλάσσιων μεταφορών.
- Στην τελευταία φάση (2030-2050), οι τεχνολογίες πράσινου υδρογόνου θα πρέπει να είναι σε θέση να δώσουν λύσεις σε δύσκολα απανθρακοποιήσιμους τομείς, όπως η ναυτιλία (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020).
Τονίζεται, επίσης, πως για τη μεταφορά μικρών ποσοτήτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με μικρές τροποποιήσεις, το υφιστάμενο δίκτυο φυσικού αερίου, ενώ μπορεί να μεταφερθεί και μέσω υγροποιημένης μορφής σε πλοία, όπως συμβαίνει και με το LNG. Μπορεί, ακόμα, να μετατραπεί σε ηλεκτρική ενέργεια προκειμένου να συμβάλλει σημαντικά στην βιομηχανία, τα αυτοκίνητα, τα πλοία, τα αεροπλάνα και τις κατοικίες (Kanellopoulos & Blanco Reano, 2019). Επιπροσθέτως, το υδρογόνο προσφέρει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς έχει τη δυνατότητα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για εβδομάδες, ακόμη και μήνες (IEA, 2019). Υπό αυτό το πρίσμα, η Γερμανία φιλοδοξεί έως το 2030 να καλύπτει ένα ποσοστό των αναγκών της σε ενέργεια μέσω της χρήσης υδρογόνου. Επίσης, χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν υιοθετήσει ολοκληρωμένες στρατηγικές με επενδύσεις που θα ξεπεράσουν τα 25 δισεκατομμύρια ευρώ (Bruegel, 2021). Τέλος, σύμφωνα με αναλύσεις, το καθαρό υδρογόνο θα μπορούσε να καλύψει το 24% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας έως το 2050, με 630 δισεκατομμύρια ευρώ πωλήσεις ανά έτος (European commission, 2020). Η Ευρώπη δύναται να αποκτήσει μεγάλο μερίδιο αυτής της αγοράς μέσω στοχευμένων δράσεων.
Το υδρογόνο και η ελληνική αγορά
Μεταβαίνοντας τώρα στην ελληνική πραγματικότητα, το 2022 η Επιτροπή για την «Εθνική Στρατηγική Προώθησης Τεχνολογιών – Εφαρμογών Υδρογόνου και Ανανεώσιμων Αερίων» πρότεινε την εθνική στρατηγική για το υδρογόνο. Σε έκθεση της σημειώνει πως η Ελλάδα μέχρι το το 2050 μπορεί όχι μόνο να καλύψει δικές της ανάγκες, αλλά και να εξάγει 2,3 δις τόνους υδρογόνου, γεγονός που σημαίνει πως μπορεί να αποκομίσει έσοδα της τάξης των 1,6 δις ανά έτος. Οι χρήσεις του υδρογόνου θα σχετίζονται με τη βιομηχανία, τα κτήρια και τις μεταφορές. Πιο συγκεκριμένα, στο κομμάτι των μεταφορών υπάρχουν σκέψεις για αστικά και υπεραστικά λεωφορεία, τρένα, πλοία, ακόμα και υποβρύχια του πολεμικού ναυτικού. Σύμφωνα πάντα με την επιτροπή, η ελληνική στρατηγική για το υδρογόνο θα πραγματοποιηθεί σε τέσσερις φάσεις (Οικονομικός Ταχυδρόμος, 2022):
- Κατά την περίοδο 2022-2027 λόγω αβεβαιότητας θα έχουμε κυρίως κρατικές ενισχύσεις προκειμένου να ξεκινήσουν οι πρώτες επενδύσεις.
- Στη δεύτερη φάση (2025-2030) θα αρχίσουν τα πρώτα πιλοτικά έργα, ορισμένες προσαρμογές των υφιστάμενων αγωγών αερίου, και ο σχεδιασμός της αποθήκευσής του.
- Κατά τη διάρκεια της οκταετίας 2027-2035 θα γίνουν προσπάθειες για δημιουργία των πρώτων δικτύων.
- Τέλος, τη δεκαπενταετία 2030-2045 θα επέλθει η βιομηχανική ωρίμανση με την ολοκλήρωση της μετατροπής των δικτύων αερίου, αλλά και με ολοκληρωμένα αποθηκευτικά συστήματα.
Συγκρίνοντας τους άξονες της ελληνικής στρατηγικής με εκείνους της ευρωπαϊκής, αναγνωρίζεται η ύπαρξη εθνικού σχεδίου, ωστόσο δεν γίνεται να μην υπογραμμιστεί η έντονη εξάρτηση στις κρατικές πρωτοβουλίες μέσω των κρατικών ενισχύσεων. Όσο και αν υπάρχει προθυμία και πολιτική βούληση για επενδύσεις στην ενέργεια, δεν είναι εφικτό το κράτος να είναι ο αποκλειστικός χρηματοδότης τέτοιων πρωτοβουλιών. Η ενεργειακή μετάβαση και η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια απαιτούν και ιδιωτική πρωτοβουλία. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξουν στοχευμένες επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη προκειμένου να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια στη χρήση υδρογόνου, αλλά και με σκοπό την καλύτερη δυνατή αξιοποίησή του.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις εκτιμήσεις πως ένα σημαντικό κομμάτι της κατανάλωσης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών μπορεί να καλυφθεί από το υδρογόνο, αλλά και τη σημαντική θέση που διαθέτει η ναυτιλία στην ελληνική οικονομία, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει πρωταγωνίστρια στην αξιοποίηση των τεχνολογιών υδρογόνου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη συνεισφορά του στην προσπάθεια απανθρακοποίησης της ναυτιλίας, τομέα που έχει συνεχή αύξηση στις εκπομπές ρύπων, τη στιγμή, μάλιστα, που οι εκπομπές από χερσαίες πηγές μειώνονται (Oceana Europe, 2022).
H επόμενη ημέρα – Αντί επιλόγου
Δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το ρόλο του υδρογόνου ως καύσιμο του μέλλοντος. Το ομολογεί, εξάλλου, και η περίοπτη θέση που διαθέτει στις εθνικές στρατηγικές ενέργειας. Αποτελώντας μια φιλική προς το περιβάλλον επιλογή, σε σχέση με άλλα καύσιμα, μπορεί να αποτελέσει τεχνολογία που θα επιτρέψει την επίτευξη στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, όπως τον έλεγχο των εκπομπών θερμοκηπίου και των δυσμενών επιπτώσεών τους. Φυσικά, από τη στιγμή που η οικονομική δραστηριότητα ξεπερνάει τα γεωγραφικά όρια, είναι σημαντικό να υπάρξει διεθνή συνεργασία με πολιτικές που θα εμπεριέχουν την ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενιές. Άλλωστε, και με οικονομικούς όρους είναι απαραίτητη η συνεργασία, καθώς οι χώρες που επιλέγουν μεμονωμένα τη μετάβαση επωμίζονται δυσανάλογο κόστος, κάνοντας τις επιχειρήσεις τους ευάλωτες στον ανταγωνισμό σε σχέση με αντίστοιχες επιχειρήσεις χωρών που δεν μεταβάλλουν το ενεργειακό μίγμα τους.
Τα οικονομικά οφέλη από τη χρήση πράσινου υδρογόνου είναι εξίσου σημαντικά, μιας και θα προσφέρει νέες θέσεις εργασίας, θα μειώσει τη ζήτηση ενέργειας από τις εισαγωγές, ενισχύοντας παράλληλα τις εξαγωγές. Θα μεταβάλλει, επίσης, το μίγμα παραγωγής ενέργειας και μέσω οικονομιών κλίμακας, θα κατορθώσει να μειώσει τα κόστη παραγωγής και μεταφοράς του, προσφέροντας σταθερότητα, καθώς δεν θα παρουσιάζει τις στιγμιαίες διακυμάνσεις των τιμών που παρατηρούμε στη βιομηχανία των καυσίμων πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Έτσι, μπορεί να σταθεροποιήσει την αξία παραγωγής και να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο που έχουν οι επιρρεπείς αξίες στους παραγωγούς, αλλά και στους καταναλωτές.
Επιπροσθέτως, αποτελεί μεγάλο στοίχημα και γεωπολιτικά, καθώς, σε υπερεθνικούς όρους, θα λειτουργήσει σαν τροχός για την αποδέσμευση από τους υδρογονάνθρακες των αυταρχικών ή ασταθών καθεστώτων, με συνέπεια την άσκηση πολιτικής αυτόβουλα και χωρίς το φόβο αρνητικών συνεπειών στις οικονομίες και στην κοινωνική συνοχή των Κρατών-Μελών.
Τέλος, σε εθνικό επίπεδο δίνεται μια μεγάλη ευκαιρία στην Ελλάδα να λειτουργήσει ως ενεργειακός κόμβος, ενισχύοντας την σταθερότητα στην περιοχή, αλλά και θωρακίζοντας την εθνική οικονομία συνολικά. Μια τέτοια γεωπολιτική εξέλιξη καθιστά τη χώρα πρωταγωνίστρια στις διαβουλεύσεις, ενισχύοντας το διαπραγματευτικό προφίλ της. Είναι σημαντικό, βέβαια, εκτός από τις εθνικές και τις υπερεθνικές στρατηγικές που παίζουν καίριο ρόλο και διαμορφώνουν το πλαίσιο δράσης, αυτές οι αλλαγές να γίνουν αποδεκτές και από τους ιδιώτες, καθώς θα αποτελέσουν μέρος αυτής της μετάβασης, και η επιτυχημένη υλοποίηση της θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από εκείνους.
ΠΗΓΗ: thesafiablog.com