Στη Μεσσήνη, μια μικρή ελληνική πόλη στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, το ελαιουργείο του Παναγιώτη Μητσέα βρίσκεται σε πλήρη δραστηριότητα. Οι ντόπιοι που φέρουν σακιά με φρεσκοκομμένες ελιές, περιμένουν υπομονετικά να ζυγιστούν, να πλυθούν, να τεμαχιστούν και να θρυμματιστούν. Είναι μια ευχάριστη σκηνή που επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα εδώ και χιλιετίες.
 
Όμως ο Μητσέας δεν είναι ευχαριστημένος. «Δεν έχω δει τόσο κακή χρονιά στις έξι δεκαετίες δουλειάς μου», είπε ο 78χρονος ελαιουργός, στους Financial Times.
 
Η παραγωγή έχει μειωθεί κατά περισσότερο από τα δύο τρίτα λόγω του ασυνήθιστα ζεστού καιρού, εξήγησε. «Τα ελαιόδεντρα δεν ξεκουράστηκαν όπως θα έπρεπε τους χειμερινούς μήνες», είπε, δείχνοντας μερικές ελιές από ένα τσουβάλι, οι οποίες είναι αφυδατωμένες. Η επίδραση της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε αυτό το βασικό στοιχείο της ελληνικής ζωής από τα αρχαία χρόνια εκτείνεται πολύ πέρα από τη Μεσσήνη.

Οι αποδόσεις των καλλιεργειών έχουν μειωθεί σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου τα τελευταία δύο χρόνια λόγω των καιρικών συνθηκών, ενώ οι αγρότες στο νησί της Ρόδου επλήγησαν από την καταστροφή περίπου 50.000 ελαιόδεντρων σε δασικές πυρκαγιές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

 

Στα ύψη οι τιμές

Οι χύμα τιμές του ελαιολάδου —που περιγράφεται από τον Όμηρο ως «υγρός χρυσός»— έχουν εκτοξευθεί, σχεδόν διπλάσιες σε ένα χρόνο, στα περίπου 9.000 ευρώ ανά τόνο.

Αυτό με τη σειρά του έχει ωθήσει τις τιμές λιανικής και έχει προκαλέσει αύξηση των κλοπών ελιών και ελαιολάδου, μαζί με περιστατικά νοθείας με φθηνότερα προϊόντα.

Αλλά η κρίση έχει και μια θετική πλευρά για την Ελλάδα, καθώς η αυξανόμενη αξία του ελαιολάδου ωθεί τους επιχειρηματίες να το διαθέσουν ως προϊόν πολυτελείας στις ξένες αγορές αντί να αφήσουν γνωστές ισπανικές και ιταλικές μάρκες να επωφεληθούν από τις μεγάλες αγορές.

Οι ελιές έχουν βαθιές ρίζες στην ελληνική ιστορία και μυθολογία.

Ο θρύλος λέει ότι η Αθήνα ονομάστηκε έτσι επειδή όταν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά ανταγωνίζονταν για την εύνοια της πόλης, η προσφορά μιας ελιάς για την Ακρόπολη από τη θεά της σοφίας λέγεται ότι θριάμβευσε πάνω από την πηγή αλμυρού νερού που πρόσφερε ο θεός της θάλασσας.

Η πρόσφατη άνοδος των τιμών, ωστόσο, αρχίζει να διαταράσσει το εμπόριο της ελιάς στο κέντρο της ελληνικής ζωής.

Ο Μητσέας είπε ότι του έκλεψαν το μύλο - οι κλέφτες πήραν 100 λίτρα λάδι αξίας εκατοντάδων ευρώ - για πρώτη φορά στην ζωή του.
 

Μερικοί αγρότες έχουν πειραματιστεί με ιχνηλάτες GPS κρυμμένους σε πλαστικές ελιές για να παρακολουθούν κλοπές των καλλιεργειών τους και τα σούπερ μάρκετ έχουν αρχίσει να τοποθετούν αντικλεπτικούς μηχανισμούς σε δοχεία ελαιολάδου σαν να ήταν μπουκάλια ουίσκι ή ακριβό κρασί.

Μέχρι πέρυσι, οι αρχές δεν διατηρούσαν καν ξεχωριστά στοιχεία για κλοπές ελαιολάδου γιατί ήταν τόσο σπάνιες.
«Τώρα, γίνονται τρία ή τέσσερα περιστατικά την εβδομάδα», είπε η Κωνσταντίνα Δημογλίδου, εκπρόσωπος της ελληνικής αστυνομίας.
«Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια περιστατικά κλοπής».

Κλιματική αλλαγή

Ο αντίκτυπος του κλίματος και η άνοδος των τιμών έχουν, ωστόσο, τουλάχιστον ωθήσει τους Έλληνες να σκεφτούν πώς να αντλήσουν περισσότερη αξία από μια καλλιέργεια που εδώ και καιρό θεωρείται δεδομένη - μια ευκαιρία που ενισχύθηκε από τη σχετικά καλή σοδειά της Ελλάδας την προηγούμενη σεζόν.
 

Η Ελλάδα, ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο, παραδοσιακά πουλάει χύμα ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας στους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της Ισπανία και Ιταλία, οι οποίοι το επωνυμεύουν και το πωλούν στους καταναλωτές παγκοσμίως.

Και στο εσωτερικό, οι Έλληνες αποκτούν το μεγαλύτερο μέρος του δικού τους οικιακού ελαιολάδου από μια αφορολόγητη άτυπη αγορά αξίας 500 εκατ. ευρώ.

Το κρίσιμο συστατικό της ελληνικής κουζίνας έρχεται συνήθως με περιορισμένο ποιοτικό έλεγχο σε μπουκάλια χωρίς ετικέτα, κονσέρβες ή πλαστικά δοχεία από συγγενείς ή φίλους με ελαιώνα.

Τέτοιες πωλήσεις αποτελούν πλέον αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσω πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Εμμανουήλ Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, είπε ότι κάποιο ελαιόλαδο ήταν νοθευμένο με άλλα προϊόντα - ένα πρόβλημα που μπορεί να επιδεινωθεί με υψηλότερες τιμές - και περισσότερα από τα δύο τρίτα του τυχαίου δείγματος λαδιού δεν πληρούν τα ελληνικά πρότυπα ποιότητας.
 

Περίπου το 82% των 300.000 τόνων τυπικής ετήσιας παραγωγής λαδιού της Ελλάδας είναι ωστόσο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας, το οποίο χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό όχι για επώνυμες ελληνικές εξαγωγές αλλά από Ιταλούς και Ισπανούς παραγωγούς για να δώσουν γεύση στο δικό τους λάδι, σύμφωνα με τον Γιώργο Οικονόμου, γενικό διευθυντή του Sevitel, ενός ομίλου εταιρειών ελαιολάδου με έδρα την Αθήνα.

«Ας μην κατηγορούμε τους κακούς Ισπανούς και Ιταλούς, αλλά τη δική μας αδυναμία να προσθέσουμε αξία στο ελληνικό ελαιόλαδο και να το πουλήσουμε», είπε.

Μεταξύ εκείνων που έχουν παρατηρήσει τις αναξιοποίητες εμπορικές δυνατότητες του ελληνικού ελαιολάδου είναι ο Γιάννης Βαρδής, ένας δικηγόρος ακινήτων με έδρα τη Νέα Υόρκη που άρχισε να το εισάγει στις ΗΠΑ.
«Ήθελα να δώσω στο ελληνικό ελαιόλαδο την αξία που του αξίζει γιατί είδα πώς άλλοι εκμεταλλεύονταν αυτό το μοναδικό προϊόν», είπε.
 

Το 2018 επέστρεψε στη Σπάρτη, τη γενέτειρά του, για να φτιάξει το μεγαλύτερο εργοστάσιο της περιοχής και μια μάρκα που ονομάζεται Sparta Gourmet, που εξάγει ελαιόλαδο και επεξεργάζεται ελιές Καλαμών για κατανάλωση.
«Όταν οι τιμές κορυφώθηκαν πέρυσι, οι Ιταλοί ομόλογοί μου με παρότρυναν να τους πουλήσω χύμα για να αυξήσω τα κέρδη μου», είπε ο Βαρδής.
«Αντίθετα, επέλεξα να διατηρήσω τις τιμές μου ανταγωνιστικές και να βγω σε νέες αγορές για να διατηρήσω το λακωνικό [σπαρτιατικό] λάδι ως εμφιαλωμένο προϊόν».

ΠΗΓΗ: Bakingnews.gr