Κι όμως ο Ραούλ, έχει αυτό το «κάτι» που ψάχνεις να βρεις τι διάολο είναι, που κάνει σχεδόν κάθε του γκολ να μοιάζει το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου, αυτή την «αύρα», το χάρισμα ή το «δώρο», που τον κάνει να μετρά 400 γκολ στην καριέρα του.
Δεν περίμενα ποτέ μου ότι ο Ραούλ θα φύγει από τη Ρεάλ, αλλά αντιθέτως ότι θα αφήσει τα ποδοσφαιρικά του κόκαλα στο «Μπερναμπέου». Εκείνος όμως δεν ήθελε να γίνει ούτε Γκρανέρο, ούτε Αλμπιόλ, να παίζει δηλαδή στα ρεπά των αλλωνών και να μπαίνει κάτι σκάρτα 20λεπτα όταν τα ματς είχαν κριθεί ή βασικός στα παιχνίδια κυπέλλου με ομάδες της τρίτης κατηγορίας. Ήθελε να έχει ρόλο, τον οποίον ο Μουρίνιο δεν ήταν διατεθειμένος να του δώσει - και ίσως ορθώς, αφού είχε στο μυαλό του μια διαφορετική Ρεάλ, με νιάτα, ταχύτητα και επιθετικούς που να μπορούσαν να παίξουν και πλάγια. Και το να παίξει λίγο πιο πλάγια, όσες φορές το είχε δοκιμάσει ο Ραούλ στη Ρεάλ, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Κανονικά, ο Ραούλ φεύγοντας από τη Ρεάλ, θα μπορούσε να «επιλέξει» το πρωτάθλημα και την ομάδα της αρεσκείας του - και μάλιστα ομάδα που να κάνει πρωταθλητισμό. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν όμως που διάλεξε τη συγκεκριμένη λίγκα και τη συγκεκριμένη ομάδα: η Μπουντεσλίγκα, είναι «φιλική» προς τους επιθετικούς, ένα πρωτάθλημα με συγκεκριμένη φιλοσοφία που προάγει το θέαμα και τα πολλά γκολ, που ένας άγραφος νόμος «απαγορεύει» τις διπλές ζώνες άμυνας και τα 2 ή τρία αμυντικά χαφ, ώστε να μπαίνουν πολλά γκολ, να ευχαριστιέται ο κόσμος και να βλέπει το γήπεδο σαν διασκέδαση κι όχι σαν παρτίδα σκακιστών. Και η συγκεκριμένη ομάδα, η Σάλκε, επίσης: καλή τόσο, ώστε να πλασάρεται ψηλά και να παίζει στην Ευρώπη, αλλά όχι τόσο καλή όπου ο ίδιος δεν θα είχε θέση βασικού και θα έμενε στον πάγκο ώστε να παίζει κάποιος πιο νέος και πιο εκρηκτικός.
Κάπως έτσι, σε λιγότερο από δυο σεζόν, ο Ραούλ έχει πετύχει 33 γκολ με τη φανέλα της Σάλκε, έφτασε τα 400 στην καριέρα του, όλοι τον γουστάρουν και τον υπολογίζουν όχι σαν περίπου βετεράνο και θρύλο του ποδοσφαίρου αλλά σαν εν ενεργεία μεγάλο σκόρερ και «δάσκαλο» για τους υπόλοιπους - και συνεχίζει. Διότι είναι ωραίος τύπος κι όχι επειδή είναι γκομενιάρης, επιδειξιομανής, μένει σε χλιδάτες βίλες ή οδηγάει πανάκριβα αυτοκίνητα. Ούτε επειδή γράφει βιβλία που λέει πόσο σπουδαίος είναι - αυτό αφήνει να το κάνουν οι άλλοι για τον ίδιο.
Θα ήθελα όμως μια μέρα να διαβάσω το βιβλίο της ζωής του κι ας είναι ένας «βαρετός τύπος», που δεν πλακώθηκε ποτέ στις μπουνιές με τον προπονητή του, που δεν απαύτωσε τη γυναίκα του συμπαίκτη του, που δεν έχει 2-3 εξώγαμα δεξιά κι αριστερά, που δεν απασχόλησε τα ΜΜΕ με την εμφύτευση μαλλιών του ή με τις περιπέτειές του με τη δικαιοσύνη, που δεν ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα, που δεν έκανε έκανε ένα μπαρ λαμπόγυαλο σε καυγά. Η ιστορία αυτού του «βαρετού τύπου» θα είναι μια ιστορία αξιοπρέπειας, που ίσως μας θυμίσει επιτέλους ότι ο καλός ποδοσφαιριστής είναι αυτός που κλωτσάει καλά τη μπάλα και το πραγματικό ενδιαφέρον του αθλήματος είναι στο άθλημα κι όχι στα τατού, τα κουρέματα, τις επώνυμες συντρόφους, τα πάρτυ με τα drugs και τα κωλ-γκερλς.
Αν τα θυμηθούμε όλα αυτά, ίσως θυμηθούμε και τι ήταν αυτό που μας έκανε να αγαπήσουμε το ποδόσφαιρο όταν ήμασταν μικροί και μας έκανε να θέλουμε να πάμε και να ξαναπάμε στο γήπεδο...
ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr