Μία διαδικασία που γίνεται μέσα από τη μελέτη των στατιστικών και τον εντοπισμό των ρεκόρ, θετικών ή αρνητικών. Για τη συνολική αποτίμηση της εικόνας ενός πρωταθλήματος, ποτέ δεν πίστεψα ότι χρειαζεται η μελέτη των στατιστικών για να βγάλεις συμπέρασμα.

Για να χαρακτηρίσεις ένα πρωτάθλημα καλό ή κακό. Το πρωτάθλημά μας ήταν κακό. Και από πλευράς ποιότητας και από πλευράς θεάματος. Αν εξαιρέσει κάποιος ορισμένα εικοσάλεπτα από κάποια παιχνίδια του Ολυμπιακού, η ποιότητα σταμάτησε εκεί. Λογικό, όταν λείπουν ποιοτικοί ποδοσφαιριστές, καλοί προπονητές, εγκαταστάσεις, κεφάλαια και οργάνωση. Τα στατιστικά στοιχεία και η αναφορά σε αυτά δεν αλλάζουν την εικόνα, ούτε τα χαρακτηριστικά του πρωταθλήματος. Νομίζω πως όλοι θυμούνται πώς ξεκίνησε η φετινή διοργάνωση, με τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα των σκανδάλων και με δύο ομάδες στο πρόγραμμα με τα γράμματα Α και Β, που κανείς δεν γνώριζε ποιες θα ήταν, όταν η διοργάνωση ξεκίνησε.

Στο ενδιάμεσο είδαμε πολλές ομάδες να ανεβοκατεβαίνουν το ασανσέρ της απόδοσης και τώρα έχουμε ένα πρωτάθλημα που ολοκληρώθηκε μέσα σε οικονομικά ερείπια. Μπορεί η Σούπερ Λίγκα να θέλει να υπερασπιστεί αυτό το «προϊόν» που εμπορεύεται με τη μορφή των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, μόνο που η ποιότητά του είναι κακή. Χωρίς αμφισβήτηση. Από τις 16 ομάδες της Λίγκας μόλις 5 τελείωσαν με θετικό συντελεστή τερμάτων. Το στοιχείο αυτό αρκεί για να ξετυλίξει το οποιοδήποτε εντυπωσιακό αμπαλάζ. Δείτε, για παράδειγμα, ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του πρωταθλήματος που ολοκληρώθηκε.

Το εκπληκτικό κατόρθωμα του Λεβαδειακού που ξεκίνησε σαν ένα από τα δύο φαβορί για τον υποβιβασμό, δείχνει την ανταγωνιστικότητα του πρωταθλήματος, ειδικά αν κρίνει κάποιος αυτή την ανταγωνιστικότητα προβάλλοντάς τη στο ευρωπαϊκό της πλαίσιο. Θελω να πω ότι, όσο περισσότερο αδυνατίζουν οι ομάδες μας, τόσο λιγότερους βαθμούς θα μαζεύουμε στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια να μειωθεί η εκπροσώπηση των ελληνικών συλλόγων και η χώρα σταδιακά θα μετακινηθεί στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Βέβαια, το αντεπιχείρημα της κρίσης είναι σοβαρό και έχει μεγάλη επίδραση πάνω στην εικόνα του πρωταθλήματος, αλλά η κρίση, πάνω από όλα, ανέδειξε τις θεσμικές, οργανωτικές, οικονομικές και παραγοντικές αδυναμίες του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Αδυναμίες που δεν υπήρχε καμιά βούληση να αντιμετωπιστούν, αλλά η κρίση θα επιβάλλει τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, οδυνηρές λύσεις. Και δεν γνωρίζω αν είμαστε έτοιμοι γι' αυτές.

Η ουσία και το σκοτάδι

Aπό την εποχή που ζούσα την πολιτική και οικονομική καθημερινότητα της Ε.Ε., δώδεκα χρόνια πριν, είχα καταλάβει ότι αυτή η πραγματικότητα που αφορούσε τη ζωή και το αύριο των Ευρωπαίων πολιτών, σε μεγάλο βαθμό απουσίαζε από τον δημόσιο διάλογο στο εσωτερικό των κρατών-μελών. Αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο. Ας πούμε για την Ελλάδα, οι ειδήσεις που συνδέονταν με την Ε.Ε. ήταν οι κάθε είδους χρηματοδοτήσεις, τα ζητήματα της Τουρκίας και της Κύπρου, καθώς και το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων.

Ετσι, η ουσιαστική συζήτηση για το ευρώ και την σταθερότητα της Ε.Ε. έμενε στο σκοτάδι ή γινόταν μεταξύ ειδικών. Οι πολίτες δεν μάθαιναν τίποτε από εκείνα που τους αφορούσαν χάρη και στις επιλογές εκείνων που καθόριζαν το περιεχόμενο της ενημέρωσης. Ο,τι ακριβώς συμβαίνει με την παγκόσμια οικονομική κρίση που οδήγησε στην έκρηξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους. Πριν από την κρίση, κατά τη δεκαετία 1997-2007, η παγκόσμια οικονομία επεκτάθηκε μέσω της έκρηξης του ιδιωτικού δανεισμού.

Το δημόσιο χρέος έμεινε τότε σταθερό, γύρω στο 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή το 2007 ήταν 28 τρισ. Ο ιδιωτικός δανεισμός, ο δανεισμός δηλαδή των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού τομέα επεκτάθηκε πέρα από κάθε μέτρο. Από 70 τρισ., έφθασε στα 120 τρισ. Τη χρονιά της κρίσης ο συνολικός δανεισμός παγκοσμίως ήταν 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μια δεκαετία πριν, το 1995, ήταν στο 200%. Αυτά τα δεδομένα δημιούργησαν αρχικά την εντύπωση ότι το πρόβλημα της κρίσης είναι το παγκόσμιο ιδιωτικό χρέος. Εκτίμηση που ήταν πέρα για πέρα λάθος.

Ποιος πληρωνει;

Η καπιταλιστική αντίδραση στην παγκόσμια κρίση οδήγησε σε ευρείας κλίμακας κρατικές παρεμβάσεις. Οι κυβερνήσεις έκαναν τρία, κυρίως, πράγματα. Πρώτον, διέσωσαν τις τράπεζες απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των «τοξικών» δανείων. Δεύτερον, προσέφεραν δανεισμό και ειδικές ρυθμίσεις σε κλονιζόμενες μεγάλες βιομηχανίες. Τρίτον, έριξαν χρήμα στην οικονομία μέσω δημοσίων επενδύσεων και στήριξης της απασχόλησης. Αυτό οδήγησε στην έκρηξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, που από 28 τρισ., σε δύο χρόνια έφτασε τα 41 τρισ., και σύντομα αναμένεται να φθάσει τα 45. Με μια λέξη, το δημόσιο χρέος απορρόφησε τις «φούσκες» των καταναλωτικών, επενδυτικών και τραπεζικών δανείων. Αυτές αρχικά είχαν αποτιμηθεί περίπου σε 5 τρισ., εντούτοις η δημόσια παρέμβαση ήταν πολλαπλάσια. Τώρα, λοιπόν, όλοι εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε τις φούσκες των τραπεζών και να σώσουμε τους τραπεζίτες.

ΠΗΓΗ: Sportday