Μετά το τέλος του αγώνα ανάμεσα σε Μπαρτσελόνα και Τσέλσι, είχαμε στον αέρα του Sport FM μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο, που είχε δει και περιγράψει τον αγώνα στο «Καμπ Νου». Μια κουβέντα, μέσα από την οποία καταλήξαμε όλοι στο προφανές συμπέρασμα: αν δεν σε «πάνε» τα παλιοσείρια της ομάδας, αν δεν γουστάρουν να παίξουν όπως τους λες, με την 11άδα που θες, αν δεν καταφέρεις να κερδίσεις τον σεβασμό τους, σε έφαγε το μαύρο φίδι. Είτε λέγεσαι Βίλας - Μπόας, είτε Αντσελότι, είτε είσαι ο Τόρες ή ο Σεφτσένκο ή όποιος άλλος.
Κι όμως, όλο αυτό που έγινε στην Τσέλσι - ειδικά - φέτος, όπου ο Βίλας - Μπόας φαγώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και «ξαφνικά» με τον Ντι Ματέο στον πάγκο η Τσέλσι άρχισε να κερδίζει το ένα ματς πίσω από το άλλο κι έφτασε να αποκλείσει κοτζάμ Μπάρτσα μένοντας αήττητη, το χαιρετίζουμε με ενθουσιασμό. Αν συνέβαινε βέβαια στην ομάδα μας στην Ελλάδα, θα λέγαμε και θα γράφαμε «τέρατα» για τις κλίκες και τους πάλιουρες που ανεβο-κατεβάζουν «κυβερνήσεις», που παίζουν όποτε γουστάρουν και γι’ αυτούς που γουστάρουν, που διαλέγουν παιχνίδια, που «εξαφανίζουν» παίκτες που δεν είναι της παρέας τους.
Κι όμως, όλο αυτό που έγινε φέτος στην Τσέλσι, ένα απροκάλυπτο «πραξικόπημα» κατά του Βίλας - Μπόας που δεν τον γούσταραν αρκετοί παλιοί παίκτες της ομάδας, που δεν έβαζε πολύ τον Λάμπαρντ και τον Ντρογκμπά, που δεν τους έδινε ελευθερία στο παιχνίδι αλλά ζητούσε συγκεκριμένα πράγματα, που στοίχισε στον Αμπράμοβιτς κυριολεκτικά ένα καράβι λεφτά (για να φύγει ο Αντσελότι, για να πληρωθεί η ρήτρα του Βίλας Μπόας στην Πόρτο, το συμβόλαιό του και η αποζημίωση του Πορτογάλου για να φύγει), είναι περίπου «νόμος» στην Τσέλσι. Με «υπηρεσιακούς» προπονητές πιο καλά τα πάνε, με αυτούς δηλαδή που νιώθουν οι παίκτες ότι είναι του χεριού τους, που τους αφήνουν την ελευθερία να παίξουν όπως γουστάρουν (βλέπε Άβρααμ Γκραντ παλιά και Ντι Ματέο τώρα), εξαιρώντας φυσικά την περίοδο Μουρίνιο, όπου κανείς δεν του κουνιέται όπου και να πάει και κατάφερε στην Ρεάλ να εξοβελίσει τον Βαλντάνο και να βγει νικητής στην εκεί μάχη με τους πάλιουρες Ισπανούς (Ράμος, Κασίγιας, Τσάμπι κλπ.).
Αλλά Μουρίνιο είναι ένας, γενικώς - και σε τακτικές και σε προσωπικότητα και σε χαρακτήρα και σε χειρισμό παικτών. Ο Βίλας - Μπόας μπορεί να διαφημίστηκε σαν «Special 2», αλλά τον έκαναν μια μπουκιά ο Λαμπαρντο-Ντρογκμπάδες. Όπως είχαν κάνει μια χαψιά παλιότερα τον Σεφτσκένκο, τον Πιζάρο, τον Τόρες τώρα, σκόρερ χαρισματικούς που στην Τσέλσι δεν έπιασαν, προφανώς όχι διότι ξέχασαν τη μπάλα στο Λονδίνο, αλλά διότι «έχασαν τη μπάλα»: χωρίς να σε στηρίζει όλη η ομάδα, χωρίς να σε ταΐζουν οι μέσοι, χωρίς να δουλεύει σωστά η ομάδα για να σε βγάλει σε θέση για γκολ, δεν σκοράρεις. Κι όσο δεν σκοράρεις, τόσο χάνεις την αυτοπεποίθησή σου. Πολύ απλά διότι όταν ο εκάστοτε Σεφτσένκο ή Τόρες σκοράρει, σημαίνει ότι θα παίζει βασικός. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Ανελκά ή ο Ντρογκμπά, θα είναι στον πάγκο...
Αυτό όμως είναι το «καθεστώς» στην Τσέλσι. Αυτή είναι η βούληση μιας φουρνιάς παικτών που είναι σπουδαίοι, που έχουν κερδίσει πολλά παράσημα, αλλά τους λείπει το πιο λαμπερό: η κούπα του Τσάμπιονς Λιγκ. Αυτήν κυνηγάνε ο Λάμπαρντ με τον Ντρογκμπά που είναι πιο κοντά στην ποδοσφαιρική σύνταξη, αλλά κι ο Τέρι, ο Τσεχ, ο Άσλεϊ Κόουλ, ο Εσιέν, ο Μαλουντά. Που την έχασαν από ένα γλίστρημα του Τέρι στο τελευταίο πέναλτι τη μια και την άλλη έχασαν την ευκαιρία να πάνε τελικό από ένα γκολ του Λουίς Γκαρσία που ίσως να μην πέρασε ποτέ τη γραμμή. Κι αν όλοι αυτοί αποφάσισαν πως έτσι θα έχουν την τελευταία ζαριά και ευκαιρία να σηκώσουν την κούπα που τους λείπει, κανείς δεν μπορεί αν τους σταθεί εμπόδιο. Ούτε ο Βίλας - Μπόας, ούτε καν ο Ρομάν Αμπράμοβιτς...
ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr