Αυτόν του Τσάμπιονς Λιγκ. Η οικονομική πίεση αφορά την ανάγκη των ομάδων να εξασφαλίζουν τους καλύτερους ποδοσφαιριστές, έτσι ώστε να παραμένουν ανταγωνιστικές για να κερδίζουν τίτλους και διακρίσεις.

Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η δημοσιότητα –και εν προκειμένω η δημοφιλία–, προσελκύονται χορηγοί, διαφημιστές, διευρύνεται η οπαδική βάση και έτσι μεγιστοποιούνται τα έσοδα. Αν το μέγεθος της πίεσης σε αυτό το επίπεδο είναι δύσκολο να το κατανοήσουμε, μπορούμε να δούμε τις παραμέτρους της σε ένα επίπεδο χαμηλότερο. Φανταστείτε μία ομάδα της Τσάμπιονσιπ που ανεβαίνει στην Πρέμιερ Λιγκ.

Είναι αναγκασμένη να κάνει μία σειρά επενδύσεων σε μεταγραφές για να μπορέσει να σταθεί στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού. Είναι προφανές ότι ο προϋπολογισμός της θα εκτοξευθεί, συγκρινόμενος με εκείνον της Τσάμπιονσιπ. Βέβαια, θα μεγαλώσουν και τα έσοδά της, αλλά η μεγάλη πρόκληση είναι να μην κάνει μία υπέρβαση τέτοια που θα την πληρώσει ακριβά, αν υποβιβασθεί.

Οταν δηλαδή θα δει τα έσοδά της από τα τηλεοπτικά και μόνον να μειώνονται 75%. Τα συμβόλαια των ποδοσφαιριστών που την προηγούμενη χρονιά υπέγραψε για να τους πείσει να φορέσουν τη φανέλα της, όμως, θα «τρέχουν». Ετσι δημιουργούνται τα ελλείμματα. Και αν δεν καταφέρει η ομάδα να επανέλθει μέσα στην επόμενη διετία, η εμπειρία έχει δείξει ότι η «μαύρη τρύπα» διευρύνεται. Ακόμη και αν το παράδειγμα της Τσάμπιονσιπ σας φαίνεται μακρινό, σκεφτείτε τι άνοιγμα θα προκαλούσε στον προϋπολογισμό της ομάδας του Πλατανιά η άνοδος στη Super League.

Και το αναπόφευκτο άνοιγμα στις δαπάνες (λειτουργικό κόστος, μισθοί, συμβόλαια, μεταγραφές ) πρέπει να το εξετάσει κάποιος σε σχέση με τις πηγές εσόδων και τα χαρακτηριστικά της αγοράς. Ας πούμε, η τοπική κοινωνία μπορεί να στηρίξει οικονομικά μία τέτοια προσπάθεια; Σε εποχές οικονομικής κρίσης όπως αυτή που βιώνουμε είναι αδύνατο. Πολύ πιθανόν κάτι τέτοιο να μην μπορεί να συμβεί ούτε σε κανονικές οικονομικές συνθήκες. Στην Ελλάδα έχουμε αδιαφορήσει για τη δυνατότητα της αγοράς να συντηρήσει αυτό το πρωτάθλημα. Την αγνοούμε ηθελημένα. Οσο ένα πρωτάθλημα παραμένει μεγαλύτερο από την αγορά στην οποία απευθύνεται, τόσο θα δημιουργεί οικονομικά «ναυάγια». Θυμίζει το μικρό κοριτσάκι που θέλοντας να μιμηθεί τη μαμά του φοράει τα τακούνια της και προσπαθώντας να προχωρήσει τρώει τα μούτρα του.


Η περίπτωση της Μπάρτσα

Στον κόσμο του σύγχρονου επαγγελματικού ποδοσφαίρου όπου οι ομάδες είναι και επιχειρήσεις χρειάζεται γνώση και εμπειρία των ειδικών συνθηκών της αγοράς, που σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην Ελλάδα, λειτουργεί με στρεβλώσεις και σε καθεστώς παρανομίας.

Πολλές φορές δεν αρκεί να έχεις επικεφαλής έναν άνθρωπο που είναι ικανός στην οικονομική διαχείριση, να έχεις ένα νοικοκυρεμένο «μαγαζί» και να κάνεις επενδύσεις σε εγκαταστάσεις. Το παράδειγμα του Παναιτωλικού δείχνει τις δυσκολίες που υπάρχουν σε μία ποδοσφαιρική αγορά με το μέγεθος της Ελλάδας. Από τον Παναιτωλικό στην Μπάρτσα. Ομάδα που είχε πέρυσι έσοδα που ξεπερνούσαν τα 450 εκατομμύρια.

ΕIναι η ομάδα που όλοι θαυμάζουμε για την ικανότητά της να αξιοποιεί ποδοσφαιριστές από τα φυτώριά της, στην πρώτη ομάδα, σε τέτοια έκταση που έφτανε σε κρίσιμα παιχνίδια την αναλογία 7/11 ή 8/11, σε ό,τι αφορά τους προερχόμενους από τα φυτώρια και τους άλλους. Ακόμη και μία τέτοια ομάδα την τελευταία διετία εκτιμά ότι χρειάζεται ένα ποσό γύρω στα 50 εκατομμύρια ευρώ για μεταγραφές. Σε περίπτωση που χρειαστεί περισσότερα χρήματα, πρέπει να πουλήσει ποδοσφαιριστές της.

Και οι απόφοιτοι της «Μasia», της ακαδημίας της Μπάρτσα, πιάνουν πάντα καλές τιμές. Φέτος μια σύμπτωση παραγόντων αναγκάζει την ομάδα να αναζητήσει επιπλέον χρήματα για μεταγραφική ενίσχυση. Το μεγάλο έλλειμμα που άφησε η κακή διαχείριση του Λαπόρτα, το financial fair play και οι περιορισμοί του και το αυξημένο λειτουργικό κόστος έχουν μειώσει κατά 20 εκατομμύρια το κονδύλι μεταγραφικής ενίσχυσης.



Λεφτά υπάρχουν;

Οι πληροφορίες από τη Βαρκελώνη λένε ότι οι υπεύθυνοι της ομάδας χρειάζονται ένα ποσό γύρω στα 100 εκατομμύρια. Να θυμίσω πως μιλάμε για μία ομάδα που έχει τον υψηλότερο βαθμό αξιοποίησης των ακαδημιών της. Μέχρι τώρα από την εξοικονόμηση των χρημάτων που θα έδινε σαν πριμ στους ποδοσφαιριστές και στον προπονητή, συν το ποσό που εξοικονομεί από την αμοιβή του Γκουαρντιόλα, μια και ο Βιλανόβα έχει κατά πολύ χαμηλότερο συμβόλαιο, η Μπάρτσα εξοικονομεί σχεδόν 22 εκατομμύρια. Η ομάδα, λοιπόν, προκειμένου να βρει κεφάλαια για τις μεταγραφές είναι αναγκασμένη να πουλήσει ποδοσφαιριστή ή ποδοσφαιριστές. Ο Βιλανόβα έχει μιλήσει για την ανάγκη φρεσκαρίσματος της ομάδας, προφανώς με ποδοσφαιριστές που θα ταιριάζουν στη συνταγή. Αλλά οι δαπάνες, δαπάνες, όμως...

ΠΗΓΗ: Sportday