Η οικονομική κακοδιαχείριση σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση έχουν φέρει την πλειονότητα των ομάδων στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Ολες οι ομάδες προχωρούν σε δραματική αναθεώρηση των προϋπολογισμών τους. Προς τα κάτω, φυσικά. Οι συνέπειες είναι δεδομένες. Μείωση αμοιβών, περιορισμός μεταγραφών, στροφή σε Ελληνες ποδοσφαιριστές, αξιοποίηση ακαδημιών, περιορισμός λειτουργικών εξόδων. Την αναγκαιότητα του περιορισμού της ανορθόδοξης οικονομικής επέκτασης των ομάδων, μία αναγκαιότητα που επιβάλλεται και από το financial fair play, την είχαν αντιληφθεί οι αγγλικές ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, ενάμιση χρόνο πριν.
Υπενθυμίζω πως οι αγγλικές ομάδες είναι εκείνες με τα υψηλότερα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, από τις ομάδες οποιουδήποτε άλλου πρωταθλήματος στον κόσμο. Αυτό και παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζουν τη δική μας οικονομική πίεση, τις οδήγησε πέρυσι να περιορίσουν τους προϋπολογισμούς τους, κάνοντας μία δραστική μείωση στα ρόστερ. Λίγοι θυμούνται ότι η Αρσεναλ και η Λίβερπουλ είχαν ρόστερ που ξεπερνούσε τους 50 ποδοσφαιριστές, που ήταν δανεισμένοι δεξιά και αριστερά, ενώ ακολουθούσαν και άλλες ομάδες που χρησιμοποιούσαν την ίδια πρακτική. Ο περιορισμός αποκαλύφθηκε πως θα προσέφερε περισσότερο χώρο σε νέους Αγγλους ποδοσφαιριστές και θα οδηγούσε σε αναβάθμιση των ακαδημιών.
Οι Αγγλοι, βέβαια, έχουν την πολυτέλεια να σχεδιάζουν το μέλλον των ομάδων τους με χρήματα στο ταμείο. Η ανεπίσημη δημοσίευση των εσόδων των ομάδων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα την περίοδο που ολοκληρώθηκε δείχνει ένα ρεκόρ. Οτι για δεύτερη χρονιά σπάει το όριο των 60 εκατομμυρίων στερλινών.
Και μάλιστα όχι από μία ομάδα, αλλά από δύο. Τις δύο Μάντσεστερ. Η πρωταθλήτρια Σίτι συγκέντρωσε 60.602.289 στερλίνες, ενώ η Γιουνάιτεντ 60.325.337. Οι αγγλικές ομάδες και γενικά όλες οι ομάδες έχουν τρεις πηγές εσόδων. Τα έσοδα από το γήπεδο, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τα εμπορικά έσοδα (φανέλες, χορηγίες, διαφημιστικές συμφωνίες, πωλήσεις αντικειμένων με το σήμα της ομάδας). Στον αντίποδα των δύο Μάντσεστερ βρίσκεται η Γουλβς, η οποία συγκέντρωσε 39.084.461 στερλίνες, περίπου όσα εισπράττουν σε ένα χρόνο όλες οι ομάδες της ελληνικής Super League. Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα η ποσοστική σύγκριση με την Αγγλία, αλλά ο τρόπος που αξιοποιούνται τα χρήματα και ο τρόπος που σχεδιάζουν το μέλλον των ομάδων τους. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο τρεις ομάδες που υποβιβάστηκαν, Μπέρμπιγχαμ, Μπλάκπουλ και Γουέστ Χαμ, θα πάρουν από 15,5 εκατομμύρια για να μειώσουν το οικονομικό σοκ του υποβιβασμού.
Ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού
Στον Ολυμπιακό, από τον καιρό που έγινε φανερό ότι ο Βαλβέρδε θα έφευγε στο τέλος της χρονιάς και άρχισαν να κυκλοφορούν πληροφορίες για τα ονόματα των πιθανών αντικαταστατών του, έκαναν φανερό ότι θα ζητούσαν κάποιον που θα συνέχιζε πάνω στην κατεύθυνση που χάραξε ο Βαλβέρδε. Προφανώς, σε ό,τι αφορά τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας. Ενός τρόπου που παράγει θέαμα, αποτελέσματα και αρέσει στον κόσμο.
Η γενική εκτίμηση είναι πως οι Ισπανοί προπονητές κατέχουν καλύτερα την τεχνογνωσία αυτού του τρόπου παιχνιδιού. Ιδίως οι νέοι προπονητές. Συνεπώς, έχουμε δύο δεδομένα. Τον τρόπο παιχνιδιού και κατά δεύτερον την εθνικότητα, δεδομένο που είναι συζητήσιμο και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έγιναν συζητήσεις με τον Ντομίνγκεζ, ενώ παλιότερα δεν είχε αποκλειστεί και η γαλλική αγορά. Ενα ακόμη δεδομένο είναι και ο περιορισμός του μπάτζετ, γεγονός που σημαίνει ότι ο επόμενος θα παίρνει λιγότερα ή τουλάχιστον τα ίδια με τον Βαλβέρδε. Στον Ολυμπιακό, από ό,τι φαίνεται, έχουν αποφασίσει δύο ακόμη πράγματα που συνδέονται με το ζήτημα του προπονητή. Το ένα είναι η ελληνοποίηση του ρόστερ –που έχει συνδεθεί με τον περιορισμό του μπάτζετ– και το άλλο το κατέβασμα του μέσου όρου ηλικίας. Είναι λογικό να υποθέσει κάποιος ότι ένας νέος και φιλόδοξος προπονητής θα ταίριαζε με έναν τέτοιο σχεδιασμό, με την προϋπόθεση να κινείται στον άξονα Βαλβέρδε.
Τι κρίνει την επιλογή
Nομίζω πως αυτό είναι το πιο καθοριστικό σημείο. Το αν στον Ολυμπιακό επιμένουν ή όχι στο αγωνιστικό πρόσωπο της ομάδας, όπως ήταν επί Βαλβέρδε. Πιθανόν να εκτιμηθεί πως εκείνο που προέχει είναι η δημιουργία μίας νέας ομάδας που με μειωμένο τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό θα μπορέσει να κατακτήσει το πρωτάθλημα, αλλά παράλληλα θα είναι και αμυντικά θωρακισμένη για την παρουσία της στην Ευρώπη. Αν κυριαρχήσει αυτή η άποψη, τα χαρακτηριστικά του προπονητή του Ολυμπιακού μπορούν να ανήκουν στον οποιονδήποτε. Ακόμη και στον Κούπερ. Ενα ποδόσφαιρο που δεν θα είναι θεαματικό είναι πολύ πιθανό να μην αρέσει καθόλου στον κόσμο. Θυμίζω ότι ο Κετσπάγια με μηδέν παθητικό οδήγησε τον Ολυμπιακό στους ομίλους, αλλά έπειτα από ένα 0-0 στην Καβάλα αποπέμφθηκε γιατί ο τρόπος που έπαιζε η ομάδα δεν ικανοποιούσε. Στον Ολυμπιακό εκείνο που θέλουν να πετύχουν είναι δύσκολο. Οικονομία, διατήρηση πρωτοκαθεδρίας και καλό ποδόσφαιρο. Γίνεται; Τα δύο από τα τρία ναι.
ΠΗΓΗ: Sportday