Και κουράγιο δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και σύγκρουση, αλλά απαιτεί μία εσωτερική μάχη με τη λογική, ώστε να βγει το τελικό αποτέλεσμα! Η καριέρα του Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο δεν στηρίχτηκε μόνο στο πηγαίο ταλέντο του, αλλά και σε μπόλικο κουράγιο.
Αλλωστε σε μία πορεία πολλών χρόνων χρειάζεται συχνά το μυαλό να ξεπεράσει τις αναστολές και να δώσει εντολές να ξεπεραστούν τα όρια.
Από τα 17 του χρόνια, μόλις ξεπετάχτηκε στο προσκήνιο κάνοντας μυθικά πράγματα για την ηλικία του με μία από τις πιο «βαριές» φανέλες στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, αυτή της Γιουβέντους, έβαλε ψηλά τον πήχη. Δεν φοβήθηκε τις συγκρίσεις. Ούτε με τους μεγάλους του παρελθόντος σαν τον Ομάρ Σίβορι ούτε με εκείνους που βρήκε ως συμπαίκτες στη «Βέκια Σινιόρα». Δεν είχε πρόβλημα να επωμιστεί τον ρόλο του ηγέτη μετά τη φυγή του Ρομπέρτο Μπάτζιο το 1995, ούτε να περάσει σε δεύτερη μοίρα πίσω από τον Ζινεντίν Ζιντάν μόλις ο Γάλλος άρχισε να αναδεικνύεται σε σούπερ σταρ το 1998.
Θέλει ξεχωριστό κουράγιο να αποδέχεσαι τους ρόλους που σου επιφυλάσσει η μοίρα και να αντιλαμβάνεσαι για ποιο πράγμα ακριβώς σε προορίζει η ιστορία.
Εκεί που μέτρησε όμως περισσότερο το κουράγιο, αυτό που δεν αποτιμάται με την απλή έννοια που δίνουν τα λεξικά, ήταν στο πώς αντέδρασε μετά τον σοβαρό τραυματισμό του τον Νοέμβριο του 1998. Πολλοί είπαν πως δεν θα ήταν ξανά ο ίδιος. Εν μέρει δεν είχαν άδικο, αφού ο Ντελ Πιέρο ποτέ δεν απέκτησε ξανά την εκρηκτικότητα των πρώτων μέτρων που είχε πριν. Εμεινε έξω περίπου έξι μήνες αλλά αυτό που έχασε ως φυσική ορμή το αναπλήρωσε με το μυαλό. Το ρεπερτόριό του δεν θα ήταν ποτέ πια το ίδιο, αλλά και σε αυτή την περίπτωση μόνο ξεχωριστά χαρισματικοί άνθρωποι καταλαβαίνουν γρήγορα τις νέες απαιτήσεις της ζωής από αυτούς.
Ο Ντελ Πιέρο λάτρευε πάντα τη μεγάλη σκηνή, εκεί όπου όλες οι αξίες αποθεώνονται και δεν υπάρχει χώρος να κρυφτούν οι αδυναμίες. Οσο μεγαλύτερο το κοινό και όσο περισσότερες οι απαιτήσεις τόσο το καλύτερο, αλλά όχι ως θέμα επιβίωσης αλλά σαν έκφραση τέχνης. Κάποτε ο αείμνηστος Τζον Γουντ επί σκηνής στο έργο «Η τρέλα του Βασιλιά Γεωργίου» άλλαζε ατάκες και πρόσθετε κάποιες δικές του, θεωρώντας πως έκανε έτσι το έργο πιο κατανοητό, με βάση τα σύγχρονα προβλήματα στον κόσμο.
Ο Ντελ Πιέρο ήταν πάντα διαφορετικός και ενώ μπορούσε με την τεχνική του κατάρτιση να περιπλέξει τα πράγματα αυτός με μία ωραία πάσα, με μία έξυπνη κίνηση, με ένα γλυκό πλασέ, διατηρούσε μία απλότητα στο παιχνίδι, χωρίς να προδίδει ταυτόχρονα τα «πιστεύω» του! Βγαλμένος από μία άλλη εποχή, κάποια που είχε αληθινούς αρτίστες και όχι απλά εργάτες και μαραθωνοδρόμους, ήταν πάντα ένας σπουδαίος παίκτης που ήθελε να συνδυάζει την ουσία με το θέαμα, με απόλυτη αντίληψη ωστόσο των αγωνιστικών αναγκών της ομάδας. Το γκολ που έβαλε στον χαμένο τελικό της Γιουβέντους με την Ντόρτμουντ στο Μόναχο το 1997, με τακουνάκι, μένει στο μυαλό πιο πολύ και από τα τέρματα των νικητών. Το 2006 μπαίνοντας ως αλλαγή στη παράταση του ημιτελικού με τη Γερμανία σφράγισε για την Ιταλία την πρόκριση, με ένα πλασέ που ήταν έργο τέχνης.
Αλλος στη θέση του θα σούταρε με οποιονδήποτε τρόπο, αυτός έγειρε το κορμί ώστε να πάρει φάλτσα η μπάλα και να τη στείλει να αναπαυτεί στη γωνία της εστίας. Δεν αρκεί σε έναν καλλιτέχνη να κάνει απλά διεκπεραιωτικά τη δουλειά του, αλλά χρειάζεται να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του! Εβλεπες τον «Πιντουρίκιο», όπως τον αποκάλεσε κάποτε ο αείμνηστος «αβοκάτο» Τζιάνι Ανιέλι, ο mister FIAT ο οποίος τον λάτρευε, και αντιλαμβανόσουν άμεσα πως ήταν αλλιώτικος. Οχι όμως ως παράταιρος, αλλά απλά ξεχωριστός! Σαν να βλέπεις την παράσταση του «Βασιλιά Λιρ» και στον ρόλο του Λιρ να μην είναι άνδρας, αλλά γυναίκα. Παρ' όλα αυτά να μη σε ξενίζει επειδή ξεχωριστές ηθοποιοί σαν τη Μαριάνα Χόουπ ή την Κάθριν Χάντερ το έκαναν τόσο καλά ώστε να μην ενοχλεί!
Το να είσαι τόσο διαφορετικός για μία ομάδα, όπως συνέβη με τον Ντελ Πιέρο της τελευταίας εξαετίας, τόσο στο Μουντιάλ του 2006 με τη φανέλα της Ιταλίας όσο και στη «Γιούβε» των τελευταίων δύο σεζόν, ώστε να μη θεωρείσαι αναντικατάστατος αλλά να είσαι απαραίτητος, δεν είναι κάποιο άλυτο μυστήριο.
Ο Ντελ Πιέρο πέρασε οριστικά στο πάνθεον των ανθρώπων που στη Γιουβέντους θα λατρεύουν αιώνια, όταν το 2006 επέλεξε να μείνει και να παλέψει με τη στιγματισμένη και αποδεκατισμένη ομάδα από το σκάνδαλο calciopoli στη Serie B. Αυτός, ο Μπουφόν, ο Τρεζεγκέ και ο Νέντβεντ ενώ μπορούσαν να φύγουν για άλλες πολιτείες, όπως έκαναν ο Ιμπραΐμοβιτς, ο Βιεϊρά, ο Καναβάρο και ο Ζαμπρότα, προτίμησαν να μείνουν και να επιτρέψουν στον κόσμο να ονειρεύεται.
Ο «Μεγαλέξανδρος» μάλιστα ήταν και πρώτος σκόρερ σε εκείνη τη χρονιά της ντροπής, αποδεικνύοντας πως οι αληθινά μεγάλοι βάζουν το «εγώ» στην υπηρεσία του «εμείς»!
Η φανέλα με το νούμερο 10 επρόκειτο να αποσυρθεί από τη Γιουβέντους, αλλά ο ίδιος ζήτησε να μη συμβεί! «Θέλω τα παιδιά που ονειρεύονται μία μέρα να γίνουν Ντελ Πιέρο, να μπορούν να φορέσουν τη φανέλα με αυτόν τον αριθμό», είπε. Λόγια που επιβεβαιώνουν όποιον πίστευε πως αυτό το παιδί εξέπεμπε μία αύρα που ακολουθεί όχι μόνο τους διάσημους, αλλά κυρίως τους πραγματικά σπουδαίους!
Το αντίο του στη «Γιούβε» ήρθε όπως πιθανότατα το ονειρευόταν. Μέσα στο γήπεδο, με ένα γκολ τη μέρα που επίσημα η ομάδα έβαζε τέλος σε αυτή τη μαύρη παρένθεση στην ιστορία της κατακτώντας και πάλι το «σκουντέτο». Το ότι το ματς σταμάτησε για 14', λες και ήταν φιλικό και ακόμη και οι ποδοσφαιριστές της Αταλάντα τον χειροκρότησαν τη στιγμή που έβγαινε από το γήπεδο, ήταν μία εικόνα που δείχνει πως ακόμα και αυτοί οι θεοί της μπάλας έχουν τελικά γήινες αδυναμίες. Και δάκρυσαν μαζί του την ώρα του τελευταίου αντίο!
ΠΗΓΗ: Sportday