Η ειρηνική συμβίωση Ελλάδας και Τουρκίας είναι ένα διαρκές στοίχημα και για τις δύο πλευρές, με τις περιόδους υψηλής έντασης -σε ορισμένες μάλιστα από τις οποίες τα τύμπανα του πολέμου μόνο προσχηματικά δεν χτυπούσαν- να είναι χρονικά σαφώς πιο διευρυμένες από τις αντίστοιχες της πλήρους ή σχετικής έστω ηρεμίας. Η γεωγραφική θέση των δύο χωρών έχει μονοδρομήσει τη διαρκή ανταγωνιστική γεωπολιτική τους σχέση και ό,τι αυτό συνεπάγεται, με την ιστορία των ελληνοτουρκικών συρράξεων να μιλάει από μόνη της.

Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο, όπου η ελληνοτουρκική προσέγγιση εξακολουθεί να αποτελεί στόχο αλλά και πολύπλοκο σταυρόλεξο, ο ρόλος της οικονομίας στον κατευνασμό των «παθών» είναι ολοένα και πιο ενεργός. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι τις πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες εκτόνωσης των επικίνδυνων για την ειρήνη καταστάσεων συνόδευε ή και κινητοποιούσε ακόμα η «αφύπνιση» της οικονομίας. Από το υψηλότερο επιχειρηματικό επίπεδο της συνεργασίας κολοσσών μέχρι τη μικρότερη τουριστική μονάδα ενός ελληνικού ακριτικού νησιού που υποδέχεται τους Τούρκους τουρίστες, όλοι έπαιζαν τον δικό τους αποτρεπτικό ρόλο.

Αποδείχτηκε ότι η οικονομία, το εμπόριο, οι επενδύσεις, ο τουρισμός μπορούν και μας φέρνουν τελικά πιο κοντά. Τις επικίνδυνες κρίσεις του '87 όπως και των Ιμίων το '96 ακολούθησαν περίοδοι σχετικής ηρεμίας, με αισθητή αναθέρμανση της οικονομικής συνεργασίας και των εκατέρωθεν επενδύσεων. Βεβαίως, μια παλιά λαϊκή παροιμία λέει ότι ««ο Τούρκος φίλος δεν πιάνεται». Αλλά οι business δεν έχουν ανάγκη από φιλίες. Θέλουν στόχο, πλάνο πάνω σε επενδυτικές ευκαιρίες και στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος στις αγορές των δύο χωρών. Οι «νόμοι» αυτοί συχνά κατισχύουν ακόμη και των πιο σκληρών ιστορικών αντιπαλοτήτων.

«Είναι η οικονομία, ανόητε», όπως είχε πει ο εμπνευστής της, επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας του Κλίντον το 1992 και γνωστός πολιτικός αναλυτής, Τζέιμς Κάρβιλ, για να τον αντιγράψει 25 χρόνια αργότερα ο αείμνηστος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Υποδεικνύοντας τον καταλυτικό ρόλο της οικονομίας στην κίνηση της ανθρωπότητας και την επίδραση σε όλες τις συνιστώσες που τη διατρέχουν και που μπορεί, στην περίπτωσή μας, να υπερβεί στεγανά και εμπόδια αιώνων, διευκολύνοντας την προσέγγιση και των πιο άσπονδων εχθρών. Ας μην ξεχνάμε ότι παρά τη μακροχρόνια κρίση που τη διατρέχει, ιδίως με εξωφρενικούς ρυθμούς πληθωρισμού, η Τουρκία δεν παύει να αποτελεί μια σημαντική διεθνή οικονομική δύναμη: μέλος των G20, με ΑΕΠ 1,1 τρισ. δολαρίων, ανάπτυξη το 2023 στο 4,5% και μια αγορά 90 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η αφετηρία και η ώθηση

Ετσι και τώρα, η προσέγγιση των δύο χωρών είναι εμφανής μετά από μια μακρόχρονη περίοδο εντάσεων που πυροδοτούνταν από τις κατά καιρούς σκοπιμότητες του Ταγίπ Ερντογάν. Με αφετηρία τη συνάντηση του Βίλνιους μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου τον περασμένο Ιούλιο και μετέπειτα σημαντικό ορόσημο την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο, η προσπάθεια αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων δίνει καρπούς σε όλα τα μέτωπα. Με βασικό όχημά της όμως και την οικονομική, εμπορική και επιχειρηματική συνεργασία, όπου οι δύο χώρες ζουν μία από τις πιο ουσιαστικές περιόδους της τελευταίας 50ετίας. Κυριολεκτικά μια «νέα άνοιξη», λίγες ημέρες πριν τη νέα συνάντηση των δύο ηγετών, αυτή τη φορά στην Αγκυρα, στις 13 Μαΐου.

Οι αριθμοί

Ιδίως από την πλευρά των γειτόνων μας, με την έξοδο πολλών τουρκικών επιχειρήσεων προς δυσμάς και τον επενδυτικό προορισμό Ελλάδα να παίρνει χαρακτηριστικά απόβασης. Από την ενέργεια μέχρι το λιανικό εμπόριο και από το real estate και τον τουρισμό μέχρι τις ιχθυοκαλλιέργειες και τη βιομηχανία, τουρκικές εταιρείες σκανάρουν επενδυτικές προκλήσεις και ευκαιρίες στη χώρα μας και προχωρούν στο διά ταύτα. Ενδεικτικοί, όσο και αποκαλυπτικοί της νέας πραγματικότητας και των προοπτικών που διαμορφώνονται, πάντα υπό την αίρεση της διατήρησης του κλίματος προσέγγισης, οι αριθμοί:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ