Του αείμνηστου Νεοκλή Σαρρή
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 1974 και εδώ υπήρξαν ο καταλύτης για ιδεολογικοπολιτικές μετεξελίξεις στην Ελλάδα που παρασύρουν και το μεγάλο κεφάλαιο της εθνικής ταυτότητας.
Η κυριότερη αιτία οφείλεται στο ότι επί αιώνες ο τελευταίος μουσουλμάνος στο οθωμανικό κράτος προηγείτο του πρώτου τη τάξει ρωμιού ορθοδόξου χριστιανού (όπως άλλωστε συνέβαινε και με τους υπόλοιπους μη μουσουλμανικούς λαούς και εθνότητες).
Όποια ψιμυθίωση αυτής της κατάστασης, εκτός του ότι είναι ανιστόρητη, είναι και καταγέλαστη.
Στον δεύτερο τόμο του έργου του «Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών» ο Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας ομολογεί πως μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου η στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας είχε χροιά της «σουλτανικής περιόδου».
Συνεπώς στην πραγματικότητα η επίσημα πια διακηρυγμένη από τον τούρκο υπουργό των εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου νεο-οθωμανική πολιτική (σύμφωνα προς την οποία η Άγκυρα οφείλει σε πραγμάτωση του «στρατηγικού της βάθους να ελέγχει την Ευρωοασιαφρική (sic)», δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ τρεις ηπείρους, έχοντας ως δορυφόρους της όλες τις περιοχές που υπήρξαν κάποτε τμήματα του οθωμανικού κράτους), δεν είναι καινοφανής.
Απλώς ενυπήρχε στα πλαίσια των μύχιων πόθων που ήλθαν στην επιφάνεια λόγω των διεθνών συγκυριών από τη μια και της οικονομικής έκρηξης που σημειώθηκε στη χώρα.
Η κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών δεν προήλθε, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, από το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο ή δεν προήλθε μόνο από αυτό.
Στην πραγματικότητα κάποιους μήνες πριν, μια μικρή ομάδα από «τεχνοκράτες» του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών είχε υποβάλει στον Μπουλέντ Ετζεβίτ, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός, μια έκθεση η οποία αναφερόταν στα «δικαιώματα της Τουρκίας επί του Αιγαίου» τα οποία είχαν καταπατηθεί από την Ελλάδα.
Ο Ετζεβίτ, προκειμένου να ικανοποιήσει από τη μια τον δήλο εθνικισμό του και από την άλλη τους στρατιωτικούς με τους οποίους είχε από το πραξικόπημα του 1970 ανοικτούς λογαριασμούς, υιοθέτησε το κείμενο.
Το αποτέλεσμα ήταν, τέλη Μαΐου του 1974 (τραγική ειρωνεία, στην επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης), το «υδρογραφικό» σκάφος του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού «Τσανταρλή» με ειδική τελετή να αποπλεύσει από το Καμπάτας του Βοσπόρου προκειμένου να διενεργήσει υδρογραφικές έρευνες.
Η ειδική αυτή τελετή ήταν απομίμηση της τελετής με την οποία την ίδια εποχή κάθε χρόνο απέπλεε ο οθωμανικός στόλος για την «Άσπρη θάλασσα», στην οποία συμμετείχαν ο σουλτάνος, ο σαντραζάμης, οι βεζύρηδες και λοιποί αξιωματούχοι.
Ο στόλος, αφού διαγούμιζε από τον νησιωτικό χώρο τους φόρους και τα διάφορα δοσίματα, επέστρεφε κατά Σεπτέμβριο μήνα.
Έτσι λοιπόν, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας (του ναυάρχου Κορουτούρκ), του πρωθυπουργού και άλλων επισήμων το υδρογραφικό σκάφος απέπλευσε.
Όπως παρατηρεί ο Bilal Simsir, επί σειράν ετών επικεφαλής του τμήματος τεκμηρίωσης και αρχείων του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και συγγραφέας πολλών βιβλίων και επίσημων συλλογών με αρχειακό υλικό, στον πρόλογο του δίτομου έργο του «Το πρόβλημα του Αιγαίου», το «Τσανταρλή» δεν απέπλευσε για να διεξάγει έρευνες στο Αιγαίο, αλλά για να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία επί του Αιγαίου.
Ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί ότι η Ελλάδα δημιουργήθηκε στη θάλασσα και ότι από την πρώτη μέρα οι στασιαστές (sic) είχαν παρατάξει έναντι του οθωμανικού στόλου έναν δικό τους στόλο.
Το πρόβλημα ήταν η επίτευξη της ναυτικής ισχύος (sea power, στις μέρες μας air-sea power).
Η ισχύς αυτή, κατά τον περίφημο ναύαρχο John Hamilton, είναι η ικανότητα μιας χώρας με το ναυτικό της (και σήμερα και με την αεροπορία της) να ασκεί την κυριαρχία μιας θαλάσσιας περιοχής (και του εναέριού της χώρου) διατηρώντας εντός αυτής την πρωτοβουλία κινήσεων έναντι άλλων.
Και κατά την ελληνική επανάσταση του 1821 από την πρώτη ημέρα που εκδηλώθηκε μέχρι τέλους (ενώ κατά ξηρά είχε καμφθεί) διατήρησε τη ναυτική ισχύ της στο Αιγαίο.
Ο Simsir ισχυρίζεται ότι μέχρι το 1912 στο Αιγαίο υπήρχε συγκυριαρχία μεταξύ του οθωμανικού κράτους και της Ελλάδας, που ανατράπηκε από τον ναύαρχο Κουντουριώτη με τη ναυμαχία έξω από το ακρωτήρι Έλλη των Δαρδανελίων.
Αυτός υπήρξε ο «πρώτος γύρος». Κατά τον ίδιο, τον Μάιο του 1974 άρχιζε ο δεύτερος γύρος που θα έπρεπε να είναι για την Τουρκία νικηφόρος.
Η τουρκοελληνική συγκυριαρχία στο Αιγαίο
Το θέμα της συγκυριαρχίας στο Αιγαίο δεν είναι νέο. Προέκυψε αρχικά ως αποτέλεσμα του Βαλκανικού Πολέμου.
Οι νεότουρκοι του κινήματος «Ένωση και Πρόοδος» προχώρησαν στο εγχείρημά τους όχι για να οδηγήσουν τη χώρα σε συμμαχία με τη Γερμανία, όπως εσφαλμένα είναι γνωστό, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Κινήθηκαν προκειμένου να αποτρέψουν μια λύση του Μακεδονικού που ετοίμαζαν οι σύμμαχοι η οποία προέβλεπε τον διορισμό χριστιανού γενικού διοικητή, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη δυσαρέσκειά τους στην προσέγγιση της Γερμανίας από τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β΄.
(Συμπληρωματικό αίτιο υπήρξε και η επετηρίδα που είχε σκαλώσει σε υπερήλικες στρατηγούς οι οποίοι εμπόδιζαν την ανέλιξη των πολύ νεωτέρων).
Στόχος των κινηματιών ήταν να αναζωογονήσουν τα παλαιά κλέη της συμμαχίας του οθωμανικού κράτους με την Αγγλία και τη Γαλλία (όπως στον Κριμαϊκό Πόλεμο) όταν μάχονταν εναντίον της Ρωσίας.
Τους είχε διαφύγει ότι στο μεταξύ οι δυο χώρες είχαν αποκαταστήσει τις σχέσεις τους με τη Ρωσία σε τέτοιο βαθμό που ο Αμπντουλχαμίτ, προκειμένου να εξευμενίσει τους Άγγλους, τους είχε παραχωρήσει την Κύπρο.
Όταν διαπίστωσε ότι οι σύμμαχοι δεν είχαν σκοπό να επανέλθουν στην αρχική τους συμμαχία με το οθωμανικό κράτος, στράφηκε προς τους Γερμανούς, όπως έκαναν τελικά και οι νεότουρκοι.
Όταν όμως εκδηλώθηκε ο Βαλκανικός Πόλεμος, στην κυβέρνηση δεν ήταν οι νεότουρκοι, αλλά ένας ευρύτερος συνασπισμός από την ετερόκλητη αντιπολίτευση (όπως ισλαμιστές και χριστιανικές εθνότητες).
Η κυβέρνηση αυτή ανατράπηκε με πραξικόπημα από τους νεότουρκους, οι οποίοι πρόσβλεπαν, όπως αναφέρθηκε, στους Δυτικούς συμμάχους.
Τότε Αγγλία και Γαλλία, με διακοίνωσή τους προς την ελληνική κυβέρνηση, ζήτησαν την επιστροφή της Ίμβρου και Τενέδου που ήταν εγγύς των στενών (η Ρωσία, με ξέχωρη ανακοίνωση, εκτός από τα δύο αυτά νησιά αξίωνε την επιστροφή και της Λήμνου και της Σαμοθράκης) και την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων προς επιβολή καθεστώτος ελληνοτουρκικής συγκυριαρχίας στο Αιγαίο.
Οι διαπραγματεύσεις αυτές άρχισαν, αλλά σε λίγο διακόπηκαν όταν το οθωμανικό κράτος εξήλθε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ουσιαστικά οι διακοπείσες διαπραγματεύσεις επανάρχισαν τον Ιούλιο του 1997 στη Μαδρίτη όταν στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής των μελών του ΝΑΤΟ και υπό την καθοδήγηση της αμερικανίδας υπουργού των Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, συναντήθηκε ο έλληνας πρωθυπουργός Κώστα Σημίτης με τον τούρκο Πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και ο πρώτος αναγνώρισε «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο» ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια μελλοντική συγκυριαρχία.
Με την προϋπόθεση ότι θα είχαν ασκηθεί αφόρητες πιέσεις από την Ολμπράιτ, μπορούσε η Ελλάδα να συμπληρώσει την παραπάνω δήλωση με τη φράση «όσο νόμιμα και ζωτικά είναι τα συμφέροντα της Ελλάδας στα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα».
Και αυτό δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος τόσο της Διεθνούς Σύμβασης περί Στενών της Λωζάννης (1923), όσο και της παρόμοιας Σύμβασης του Μοντρέ (1936) που θα μπορούσαν ρητά να μνημονευτούν και να αναφερθούν στη δήλωση.
Η συγκυριαρχία όμως στο Αιγαίο στις αρχές του 20ού αιώνα είχε νόημα.
Γιατί η λεπτή εδαφική λωρίδα που εκτείνεται κατά μήκος των παραλίων της Δυτικής Μικράς Ασίας (Ιωνία, Καρία κ.λπ.) κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ρωμιούς χριστιανούς, δηλαδή ο πληθυσμός ήταν ακριβώς ο ίδιος σε σύνθεση με τον πληθυσμό των νησιών.
Στην πράξη η Τουρκία πραγματοποίησε την εθνοκάθαρση στη Μικρά Ασία και εξαφάνισε τους γηγενείς Ρωμιούς απαιτώντας συγκυριαρχία στο Αιγαίο.
Έτσι όπως έγινε με την Ανατολική Θράκη της οποίας ο πληθυσμός μέχρι το 1912 ήταν κατά πλειοψηφία ελληνικός – σε αναλογία που θύμιζε τον πληθυσμό της Πελοποννήσου το 1821.
Και εκεί η περιοχή υπέστη εθνοκάθαρση, οπότε το αίτημα πλέον είναι η συγκυριαρχία και της Δυτικής Θράκης (διά μέσου της διαχείρισης της εκεί μειονότητας).
Το ίδιο ακριβώς που συνέβη στην Κύπρο, όπου με (και από) την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε μια βίαιη εθνοκάθαρση στο υπό κατοχήν τμήμα της μεγαλονήσου και ένας χυδαίος και προκλητικός εποικισμός από την Τουρκία.
Οπότε με τα διάφορα σχέδια Ανάν ή τις κυοφορούμενες λύσεις προβλέπεται μια τουρκική συγκυριαρχία σε όλη την έκταση της Κύπρου.
Συγκυριαρχία και στην ελληνική Θράκη και στην Κύπρο
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1954 ο καθηγητής Νιχάτ Ερήμ (που ανήκε στην αντιπολίτευση) σε άρθρο του δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Χαλκτσή», όργανο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, αναφερόμενος σε κινήσεις Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση, τόνιζε ότι «για το συμφέρον του ελευθέρου κόσμου» (μπροστά δηλαδή στον από Βορρά κίνδυνο) θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί ελληνοτουρκική συγκυριαρχία στην Κύπρο η οποία θα έπρεπε να επεκταθεί και στα νησιά του Αιγαίου που απέχουν 50 μίλια από τις μικρασιατικές ακτές, δηλαδή αυτό που και σήμερα διεκδικείται από την Τουρκία και το οποίο οριοθετείται από τον 25ο Μεσημβρινό ο οποίος καθώς τέμνει κάθετα την Ελλάδα στα δύο προεκτείνεται προς Βορράν και περιλαμβάνει και την ελληνική Θράκη!
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο πρόσωπο υπήρξε ο «πατέρας» της λύσης που τελικά δόθηκε στη Ζυρίχη και το Λονδίνο στο Κυπριακό.
Ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές προσέλαβε τον Ερήμ ως σύμβουλο (όπως και ο Καραμανλής τον Θεμιστοκλή Τσάτσο, πατέρα του Δ. Τσάτσου, ο οποίος ανήκε και αυτός στην αντιπολίτευση).
Η συνεργασία του Ερήμ με τις βρετανικές αρχές (και από ένα σημείο και μετά και με την κυβέρνηση των ΗΠΑ) υπήρξε απόλυτη.
Όλες οι «συνταγματικές προτάσεις» που προήλθαν από τη βρετανική πλευρά (σχέδιο Ράντγκλιφ 1956, Μακ Μίλλαν 1958) είχαν ως εμπνευστή τον Νιχάτ Ερήμ ο οποίος είχε ανασύρει ένα «συνταγματικό σχέδιο» που είχαν εκπονήσει οι νεότουρκοι με τους Αυστριακούς και Γερμανούς το 1911 προκειμένου να το εφαρμόσουν στην (ενιαία) Μακεδονία όπως και στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη.
Το σχέδιο αυτό προέβλεπε αντί της λαϊκής κυριαρχίας την κυριαρχία των «εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων» εμπνευσμένο από τη δομή του οθωμανικού κράτους.
Αυτό ακριβώς το σχέδιο αποτέλεσε και τον κορμό της συμφωνίας της Ζυρίχης (εν αγνοία όμως της ελληνικής πλευράς για την προέλευσή του!).
Δύο χρόνια πριν από τον Ερήμ ο διεθνολόγος Μεχμέτ Σακά υποστηρίζει τη διδακτορική του διατριβή στον γάλλο καθηγητή Ρουσσώ με τίτλο «Τα τουρκικά δίκαια στο Αιγαίο» στην οποία προτείνει την εκμίσθωση για 90 χρόνια των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στην Τουρκία.
Η Ελλάδα κατ’ αυτόν τον τρόπο «θα αποδείξει ότι είναι ειλικρινής (sic) στην τουρκοελληνική φιλία» και ταυτόχρονα θα αποκτήσει τη στρατιωτική προστασία της Τουρκίας!
Αξίζει να προστεθεί πως το πόνημα αυτό του Σακά μετά μισό αιώνα διανέμεται στα τουρκικά σχολεία ως βοηθητικό διδακτικό βιβλίο.
ΠΗΓΗ: Αππελαίος