Του Σάββα Καλεντερίδη
Όσο και να θέλουν ορισμένοι πεισματικά να αλλάξουν την πραγματικότητα σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Όσο και να προσπαθούν να παρουσιάσουν πολλοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης ως «γιαλαντζί υπερπατριώτες» ή να τους χαρακτηρίσουν με άλλους μειωτικούς χαρακτηρισμούς, όσους επιχειρούν να παρουσιάσουν την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στα ελληνοτουρκικά, η σκληρή πραγματικότητα είναι εκεί και είναι αμείλικτη.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στις προηγούμενες απόπειρες «επίλυσης».
Απόπειρα πρώτη: Συνάντηση Καραμανλή-Ντεμιρέλ στη Βέρνη και υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου το 1977, με το οποίο «διευθετήθηκε» η κρίση που είχε ξεσπάσει με τον έξοδο του ερευνητικού σκάφους «Χόρα» στο Αιγαίο ένα χρόνο νωρίτερα, το 1976. Με το πρωτόκολλο οι δύο χώρες συμφώνησαν να μην πραγματοποιούν έρευνες πέρα από τα χωρικά τους (6 μίλια) ύδατα στο Αιγαίο, μέχρι να επιλυθεί το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, μέσω της υπογραφής συνυποσχετικού και παραπομπής του στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η επίσημη θέση της Ελλάδας, όπως αναγράφεται στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικόν είναι:
Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος, όμως, τερματίσθηκε άπρακτος το 1981, λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, οπότε εξέπνευσε παράλληλα και το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και επομένως η ισχύς και η διάρκειά του τελούσαν σε άμεση συνάρτηση με εκείνες.
Απόπειρα δεύτερη: Συμφωνία Βουλιαγμένης (Παπούλια-Γιλμάζ) και Νταβός. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το 1987 επιχειρεί να δείξει στην πράξη ότι δεν την δεσμεύει το πρωτόκολλο της Βέρνης και δίνει άδεια στην καναδική εταιρεία που εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα στον Πρίνο να διεξάγει έρευνες πέραν των έξι ναυτικών μιλίων. Η Τουρκία αντιδρά με την απειλή εξόδου και δικού της ερευνητικού σκάφους, του «Σισμίκ». Προκαλείται η κρίση του Μαρτίου του 1987, ακολουθεί η παρέμβαση των ΗΠΑ και η υπογραφή της Συμφωνίας της Βουλιαγμένης ή αλλιώς Παπούλια-Γιλμάζ, όπου επιβεβαιώθηκε ισχύς του πρωτοκόλλου της Βέρνης και υιοθετήθηκαν Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και μια διαδικασία προώθησης «θετικής ατζέντας», δηλαδή μέτρων οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, προκειμένου να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και ηρεμίας. Ακολούθησε η συμφωνία Παπανδρέου-Οζάλ, όπου αναβαθμίστηκαν πολιτικά τα όσα προέβλεπε η Συμφωνία Παπούλια-Γιλμάζ, εφευρέθηκε ο όρος «μη πόλεμος» και αποφασίστηκε το Κυπριακό να μην επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως αυτές συμφωνήθηκαν σε Βουλιαγμένη και Νταβός.
Απόπειρα τρίτη: Υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης το 1997. Για να φθάσουμε στη Μαδρίτη, προηγήθηκε η κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, όπου για πρώτη φορά η Τουρκία έθεσε για πρώτη φορά επισήμως θέμα εθνικής κυριαρχίας, ενώ μέχρι τότε είχε περιοριστεί σε αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Άρα μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η πολιτική διαχείριση της τουρκικής επιθετικότητας, όπως αυτή προκύπτει από την εφαρμογή του εθνικού σχεδιασμού της Τουρκίας, έδωσε το μήνυμα στην Άγκυρα να αναβαθμίσει τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας. Από τα κυριαρχικά δικαιώματα στην εθνική κυριαρχία, με τη θέση ότι υπάρχουν νησιά και βραχονησίδες στο Αιγαίο με αδιευκρίνιστη κυριαρχία.
Την κρίση των Ιμίων, που εκτονώθηκε και πάλι με παρέμβαση των ΗΠΑ, ακολούθησε η συνάντηση Σημίτη-Ντεμιρέλ, στη Μαδρίτη, το 1997, όπου οι δύο πλευρές, υπό την εποπτεία της κυρίας Μαγδαληνής Όλμπραϊτ, υπέγραψαν την Διακήρυξη της Μαδρίτης, η οποία λέει επί λέξει:
Τα βασικότερα σημεία της Συμφωνίας ορίζουν επιγραμματικά πως:
Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν την προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε:
-Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
-Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
-Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
-Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της.
-Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση.
-Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης, και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας.
Με τη διακήρυξη αυτή η Ελλάδα στην ουσία αναγνωρίζει «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της», δηλαδή στην ουσία αν όχι νομιμοποιούμε σίγουρα δείχνουν κατανόηση στο casus belli. Γιατί όταν επικαλείσαι ζωτικά συμφέροντα, τότε «δικαιούσαι» να τα υπερασπιστείς ακόμα και με πόλεμο.
Στις πιο πάνω αναφορές προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε γεγονότα, από την εξέταση των οποίων προκύπτει αβίαστα ότι η Τουρκία χρησιμοποίησε τις διαδικασίες προσέγγισης, για να προωθήσει τον εθνικό της σχεδιασμό, που από τις διεκδικήσεις επί κυριαρχικών δικαιωμάτων, πέρασε στην αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας, ενώ πέτυχε να βγάλει το «ενοχλητικό» Κυπριακό από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το τι ακολούθησε και πού βρισκόμαστε σήμερα, στο άρθρο μας της Κυριακής, με μια φιλική παραίνεση προς επιχειρούντας να μας παρουσιάσουν την… μπριζόλα για ψάρι: Η πραγματικότητα είναι σκληρή και είναι οδυνηρή η πρόσκρουσή της σ’ αυτήν.
ΠΗΓΗ: infognomonpolitics.gr