Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Μετά την κατάθεση των 13 Σημείων από τον Πρόεδρο Μακάριο στις 30 Νοεμβρίου, 1963, αναπόφευκτα δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση. Η αντίδραση της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ήταν άμεση. Ο Μακάριος τόνισε ότι δεν ετίθετο θέμα μονομερούς επιβολής. Αντίθετα οι εισηγήσεις του θα ήταν αντικείμενο περαιτέρω συζήτησης.
Οι διακοινοτικές συγκρούσεις ξέσπασαν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1963 και η Πράσινη Γραμμή χαράχθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Την ίδια περίοδο υπήρχαν σκέψεις από διάφορα κέντρα αποφάσεων του εξωτερικού να προωθηθεί μια τελική λύση στη βάση της διπλής ένωσης. Ο Πρόεδρος Μακάριος αντιτίθετο σε μια τέτοια προοπτική, καθώς μέγιστος στόχος του ήταν η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο ίδιος, καθώς και σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος και ο λαός της Κύπρου ήταν υπέρ της ατόφιας ένωσης χωρίς οποιαδήποτε εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία. Εφ’ όσον η προοπτική αυτή ήταν δύσκολη, το «εθνικό καθήκον επέβαλλε την προάσπιση της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας». Αυτή ήταν η κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Η δυσπιστία των Τούρκων έναντι του Μακαρίου ήταν τεράστια.
Το Ψήφισμα 186 του ΣΑ του ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου αποτέλεσε ένα θρίαμβο για τον Πρόεδρο Μακάριο και την Κυπριακή Δημοκρατία. Κατ’ ουσίαν το Ψήφισμα 186 νομιμοποίησε το Δίκαιο της Ανάγκης και ταυτόχρονα ενέκρινε την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας. Ταυτόχρονα καλούσε τον ΓΓ του ΟΗΕ να διορίσει Ειδικό Απεσταλμένο για το Κυπριακό ο οποίος θα ενεργούσε με τέτοιο τρόπο για την έναρξη συνομιλιών για μια τελική διευθέτηση του Κυπριακού σύμφωνα με τις αρχές του ΟΗΕ.
Η Έκθεση του Galo Plaza, του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ, η οποία κυκλοφόρησε το 1965, επεσήμανε ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή διευθέτηση στην Κύπρο. Η Έκθεση αυτή απέκλεισε και την ένωση. Το ζητούμενο ήταν ένα ενιαίο κράτος. Θεωρώ ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αξιοποίησε επαρκώς την Έκθεση αυτή. Θα ήταν πιο ωφέλιμο για την Κύπρο εάν η πολιτική του εφικτού υιοθετείτο νωρίτερα, και όχι το Φθινόπωρο του 1967 μετά από την κρίση της Κοφίνου.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα δεδομένα που οδήγησαν στην προώθηση και τελική έγκριση ενός τέτοιου ψηφίσματος. Υπογραμμίζεται ότι τη συγκεκριμένη περίοδο είχε σημειωθεί μια επί μέρους πρωτοφανής σύγκλιση συμφερόντων Βρετανίας και Σοβιετικής Ένωσης για την Κύπρο. Η Σοβιετική Ένωση αντιτίθετο στη Νατοποίηση της Κύπρου και υποστήριζε την πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου «για προάσπιση της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας». Η Βρετανία δεν επιθυμούσε τη διπλή ένωση καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα μείωνε αισθητά την επιρροή της στην Κύπρο ενώ ενδεχομένως και το καθεστώς των κυρίαρχων βάσεων θα τίθετο υπό αμφισβήτηση. Έτσι και το Λονδίνο υποστήριξε την πολιτική Μακαρίου και το Ψήφισμα 186. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ΗΠΑ ακολούθησαν την Βρετανία. Παράλληλα, η Γαλλία και η Κίνα στήριξαν το συγκεκριμένο Ψήφισμα. Η Τουρκία κατηγόρησε τη Βρετανία ότι στήριξε το πραξικόπημα του Μακαρίου.
Μέχρι σήμερα, τόσο η Άγκυρα, όσο και η εκάστοτε τουρκοκυπριακή ηγεσία, αμφισβητούν το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και προσπαθούν να το διαφοροποιήσουν. Παρά την τουρκική στρατιωτική νίκη το 1974 και τη νέα κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε, η Κυπριακή Δημοκρατία κατάφερε να προασπίσει την κρατική της οντότητα και υπόσταση. Στη σημερινή συγκυρία, τόσο η Άγκυρα, όσο και το κατοχικό καθεστώς προβάλλουν τη θέση ότι ο ρόλος της ΟΥΝΦΙΚΥΠ θα πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων μερών στην Κύπρο και όχι μόνο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Πεισματικά μέχρι σήμερα, οι Τούρκοι δεν αναγνωρίζουν το νόμιμο κράτος. Για την Άγκυρα και τους Τουρκοκυπρίους η «Κυπριακή Δημοκρατία έπαψε να υφίσταται τον Δεκέμβριο του 1963. Ως εκ τούτου κατ’ ουσίαν είναι η ελληνοκυπριακή διοίκηση».
Η Κύπρος πρέπει να προχωρήσει με ιστορική αυτογνωσία και αποφασιστικότητα. Δεν μπορεί να γίνει καμία έκπτωση στο θέμα της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η χώρα μας λειτουργεί σ’ ένα εξαιρετικά δύσκολο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η Τουρκία είναι σαφώς υπέρτερη στρατιωτικά. Η Κύπρος, ενώ καλείται να ενισχύει την άμυνά της συνεχώς, θα πρέπει πάνω από όλα να αναβαθμίσει καθοριστικά τις προσπάθειες της στον τομέα της «ήπιας ισχύος» (“soft power”) όπου έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η πολιτική αυτή θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη και να αποτελεί προτεραιότητα. Όμως όλες οι Κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Νίκου Χριστοδουλίδη, έχουν παραλείψει να δώσουν την απαραίτητη σημασία σε αυτή τη διάσταση. Δεν είμαι σίγουρος το τι είναι χειρότερο: να το αντιλαμβάνεται η Κυβέρνηση και να μην πράττει αρκετά, ή να μην το αντιλαμβάνεται επαρκώς και ως εκ τούτου η παράληψη να είναι φυσιολογικό επακόλουθο; Επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά ότι η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να απουσιάζει από τη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.