Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αναμφίβολα μια από τις διάφορες διαστάσεις του Κυπριακού είναι η ελληνοτουρκική. Σημειώνεται συναφώς ότι ακόμα και πριν από τον αγώνα της ΕΟΚΑ η Άγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι δεν αποδέχονταν το δικαίωμα της ελληνικής πλειοψηφίας να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι της Κύπρου. Το Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία εξασφάλισε πολύ περισσότερα από ό,τι αναλογούσε στην τουρκοκυπριακή μειονότητα η οποία δια του Συντάγματος αναβαθμίσθηκε σε ισότιμη κοινότητα με την ελληνοτουρκική πλειοψηφία.
Για δύο βασικούς λόγους ο Πρόεδρος Μακάριος αποφάσισε να επιχειρήσει την αλλαγή του Συντάγματος. Πρώτο, επιθυμούσε ένα λειτουργικό Σύνταγμα και, δεύτερο, ένα δίκαιο και δημοκρατικό πλαίσιο που θα παραμέριζε εν μέρει τις αδικίες που είχαν επιβληθεί στους Ελληνοκύπριους με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Η Αθήνα ήταν πολύ επιφυλακτική με τους σχεδιασμούς του Μακαρίου ενώ ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία φαίνεται να είχε ενθαρρύνει τον Κύπριο ηγέτη. Όταν τελικά ο Μακάριος υπέβαλε τα 13 Σημεία στις 30 Νοεμβρίου 1963, η τουρκική αντίδραση ήταν έντονη. Η Άγκυρα χωρίς να αναμένει την τοποθέτηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας έκανε λόγο για πραξικόπημα του Μακαρίου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις και πριν από το τέλος του χρόνου χαράχθηκε η Πράσινη Γραμμή. Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση και τη δημόσια υπηρεσία και ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος εξ αυτών αποσύρθηκαν σε θύλακες για λόγους ασφάλειας όπως οι ίδιοι τόνισαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θεώρησε τη συγκεκριμένη κίνηση ως μέρος ενός σχεδίου για τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Η κατάσταση ήταν τέτοια που προδίκαζε τη συνέχιση της ανωμαλίας και της βίας. Στις 4 Μαρτίου 1964 η Κύπρος εξασφάλισε το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας δια του οποίου η Κυβέρνηση Μακαρίου αναγνωριζόταν ως η μόνη που εκπροσωπούσε ολόκληρη τη χώρα, την Κυπριακή Δημοκρατία. Πέραν τούτου αποφασίσθηκε η αποστολή στρατιωτικού σώματος υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για τη διαφύλαξη της ειρήνης.
Η ένταση στο νησί συνεχιζόταν και η Ελλάδα απέστειλε στρατιωτικές δυνάμεις για να αποκρούσει τυχόν τουρκική εισβολή. Στις αρχές Αυγούστου 1964 υπήρξαν σκληρές μάχες στην περιοχή Τηλλυρίας όπου τουρκοκυπριακές δυνάμεις προσπάθησαν να επεκτείνουν τους θύλακές τους. Η Κυπριακή Εθνοφρουρά συνέτριψε την ανταρσία και η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε τη περιοχή. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και ο κίνδυνος κλιμάκωσης ορατός. Υπήρξαν τότε σκέψεις και σχέδια, κυρίως από τις ΗΠΑ, για μια οριστική διευθέτηση στη βάση της διπλής ένωσης.
Ο Μακάριος με τη στήριξη ολόκληρης της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας αγωνιζόταν για την αποτροπή της διχοτόμησης. Παράλληλα συνεχιζόταν η φιλολογία για την ατόφια ένωση παρά το γεγονός ότι ήταν ανέφικτη. Για την Ελλάδα, ιδίως μετά την άνοδο της Χούντας, προτεραιότητες ήταν η αντιμετώπιση του κουμμουνισμού, η διατήρηση καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ, την Τουρκία καθώς και η προσκόλληση στο ΝΑΤΟ. Έτσι μετά την κρίση στην Κοφίνου περί τα τέλη του 1967 η Αθήνα αποδέχθηκε να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από τη Μεγαλόνησο υποκύπτοντας στις τουρκικές αξιώσεις.
Εκ των πραγμάτων ο Πρόεδρος Μακάριος προχώρησε με την εξαγγελία της πολιτικής του εφικτού. Στόχος πλέον ήταν ένα ενιαίο κράτος, το εφικτό, και όχι η ένωση, το ευκταίο. Με την έναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών ήταν δυνατό να δημιουργηθεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια οριστική διευθέτηση στη βάση ενός ενιαίου κράτους. Δυστυχώς, παράλληλα συνεχίσθηκε η υπόσκαψη του Μακαρίου και του κράτους από την Αθήνα και την ακροδεξιά στην Κύπρο. Η υπόσκαψη αυτή η οποία περιελάμβανε και τη χρήση βίας ήταν πράγματι μια συστηματική αποσταθεροποίηση η οποία ήταν εθνικά επιζήμια.
Περί τα μέσα του 1973 οι σχέσεις του Προέδρου Μακαρίου και του ηγέτη της Χούντας Γεώργιου Παπαδόπουλου βελτιώθηκαν σημαντικά. Ως εκ τούτου στη Λευκωσία θεωρήθηκε ότι θα υπήρχε εκτόνωση στο εσωτερικό μέτωπο και αίσια κατάληξη στις ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες. Με την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973 τα δεδομένα για την Κύπρο θα διαφοροποιούντο άρδην. Ο Ιωαννίδης μισούσε θανάσιμα τον Μακάριο. Η πορεία ολέθρου είχε εισέλθει στην τελική ευθεία.
Το πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου, 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στις 20 Ιουλίου. Στόχος των ΗΠΑ ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Έτσι τα τουρκικά σχέδια για την κατάκτηση σημαντικού μέρους του κυπριακού εδάφους διευκολύνθηκαν. Στις 23 Ιουλίου ο Γλαύκος Κληρίδης ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου στην Κύπρο μετά την παραίτηση του Σαμψών. Και την επόμενη μέρα, μετά την κατάρρευση της Χούντας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίσθηκε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Παρά τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο στις 22 Ιουλίου, η Τουρκία συστηματικά την παραβίαζε και τα στρατεύματα εισβολής κατακτούσαν νέα εδάφη. Στις 14 Αυγούστου μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη η Τουρκία εξαπέλυσε νέα επίθεση από θαλάσσης, αέρος και ξηράς. Η Ελλάδα δεν αντέδρασε. Με το τέλος της επιχείρησης Αττίλας 2 η Άγκυρα είχε καταλάβει το 37% του εδάφους της Μεγαλονήσου. Χιλιάδες οι εκτοπισμένοι, οι αγνοούμενοι, οι νεκροί και οι τραυματίες. Οι Έλληνες της Κύπρου ένοιωθαν προδομένοι από τη μητέρα πατρίδα. Ενδεχομένως και στην Ελλάδα να υπήρχαν σύνδρομα ενοχής.
Η αποκατάσταση των σχέσεων Αθηνών και Λευκωσίας άρχισε ουσιαστικά με την εκλογή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981. Όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Κύπρο περί τα τέλη του Φεβρουαρίου 1982 ο τίτλος της εφημερίδας Φιλελεύθερος ήταν «Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ». Παράλληλα, στην Κύπρο άρχισε να ενισχύεται μια νέα ιδεολογία, αυτή του νεοεθνισμού. Οι Έλληνες της Κύπρου ήταν περήφανοι για την εθνική τους καταγωγή ενώ ταυτόχρονα η νομιμοφροσύνη τους ήταν προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Αθήνα έπεισε τη Λευκωσία να στραφεί προς την ΕΟΚ/ΕΕ. Η Κύπρος υπέγραψε Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΟΚ τον Οκτώβριο του 1987 και εντάχθηκε στην ΕΕ τον Μάιο του 2004. Χωρίς τη στήριξη της Ελλάδας αυτές οι σημαντικές πολιτικές πράξεις θα ήταν αδύνατες. Σε σχέση όμως με το Κυπριακό οι Ελληνοκύπριοι είχαν υψηλότερες προσδοκίες. Και πολλές φορές όταν η Τουρκία παραβίαζε την Κυπριακή ΑΟΖ ή ακόμα τη νεκρά ζώνη καθώς και το καθεστώς των Βαρωσίων η στάση της Ελλάδας ήταν μάλλον υποτονική.
Οι Έλληνες Κύπριοι θεωρούν ότι τυχόν αποσύνδεση του Κυπριακού από τις ευρωτουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν εξυπηρετεί τους στόχους της Κύπρου. Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι στην Κύπρο η Ελλάδα έχει εθνικές καθώς και συμβατικές υποχρεώσεις. Πέραν τούτου είναι σημαντικό να κατανοήσει η Αθήνα ότι εάν η Τουρκία επικρατήσει στην Κύπρο και χαθεί η Μεγαλόνησος η ίδια η Ελλάδα θα έχει στρατηγικά ηττηθεί και οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Η Κύπρος με τη σειρά της πρέπει να κατανοήσει ότι για την εθνική επιβίωση, τη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας, είναι απαραίτητη η πολυδιάστατη στήριξη της Ελλάδας.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.