H πασίγνωστη πλέον και στη χώρα μας woke agenda θεωρείται ότι άρχισε να κατακτά το προσκήνιο το 2014 (με το κίνημα Black lives matter), καθώς αγκαλιάστηκε από το Δημοκρατικό κόμμα στις ΗΠΑ, με τις καλύτερες των προθέσεων. Να ενισχύσει την αντίληψη της κοινωνίας για διάφορα κοινωνικά γεγονότα και προβλήματα, με έμφαση στις κοινωνικές και ρατσιστικές αδικίες.

Την ίδια χρονιά, πάντα επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, συνέβησαν η ανατροπή της κυβέρνησης στην Ουκρανία, η κατάληψη της Κριμαίας από τους Ρώσους και η απόσχιση μεγάλου μέρους του ρωσόφωνου Ντονμπάς, ως απαρχή ενός πολέμου που συνεχίζεται ως σήμερα.

Διότι, παραδόξως, ενόσω φούντωνε και σταδιακά μεταλλασσόταν το κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων κοινωνικών μειοψηφιών στο εσωτερικό, ενισχύονταν στην τότε αμερικανική κυβέρνηση τα «γεράκια» της επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής. Δύο παράλληλες τάσεις που, 10 χρόνια μετά, έχουν καταλήξει σε έναν ιδιότυπο γάμο μεταξύ τους, με ορατά κοινά στοιχεία.

Τον φανατισμό επί κάποιων «φιλελεύθερων αρχών» που οφείλουν να επικρατήσουν στη Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο, στο πλαίσιο μιας οικονομικής αλλά και πολιτισμικής «παγκοσμιοποίησης», με μία μανιχαϊστική αντίληψη περί «καλού» και «κακού», που καταλήγει στο «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός», επί του οποίου πρέπει να ασκηθεί επιβολή.

Με μια -μερική- διακοπή τετραετίας, στην πρώτη προεδρία Τραμπ (περίοδο πέριξ της οποίας πολλά από τα νεοσυντηρητικά γεράκια των Ρεπουμπλικάνων μετακόμισαν στο Δημοκρατικό κόμμα), αυτό το φαινόμενο επέστρεψε ισχυρότερο και επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ, μέσω της ισχυρής επιρροής των ΗΠΑ σε θέματα πολιτικής ιδεολογίας, κοινωνικής κουλτούρας και εξωτερικής πολιτικής.

Πιθανώς το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής σύμφυσης, μεταξύ «προχωρημένων» κοινωνικοπολιτικών ιδεών και σκληροπυρηνικής αντιπαραθετικής αντίληψης, μέσα στην Ευρώπη, είναι το γερμανικό κόμμα των Πρασίνων.

Το συγκεκριμένο κόμμα, κάποτε έντονα φιλειρηνικό, μεταλλάχθηκε σταδιακά, έχοντας καταστεί πλέον ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου στην Ουκρανία και ειδικότερα υπέρ της παροχής γερμανικών πυραύλων Taurus, για πλήγματα στο βάθος της Ρωσίας. Άποψη που εμφανίζεται πλειοψηφική μόνο στους ψηφοφόρους του, αντίθετα με όλα τα υπόλοιπα κόμματα, κεντρώα, αριστερά και δεξιά!

Πώς το σύστημα έδωσε το πλεονέκτημα στους λαϊκιστές

Η διάβρωση του κυρίαρχου ρεύματος στην πολιτική ζωή της Δύσης από τη μανιχαϊστική αντίληψη εκδηλώθηκε τα τελευταία χρόνια σε μια σειρά από σοβαρά θέματα, μετατρέποντας πολιτικούς και λοιπούς καθοδηγητές της κοινής γνώμης σε ζηλωτές.

Όποιος έχει αντιρρήσεις για τις υπερβολές του δικαιωματισμού, χαρακτηρίζεται ομοφοβικός, φασίστας ή αμόρφωτος. Όποιος είδε με σκεπτικισμό την -όπως αποδείχθηκε- αλόγιστη και ανοργάνωτη εφαρμογή της πράσινης μετάβασης, ήταν οπισθοδρομικός ή εξυπηρετούσε συμφέροντα. Το ίδιο συνέβη και με όσους προβληματίστηκαν έγκαιρα με το φαινόμενο της μετανάστευσης, που με ευκολία χαρακτηρίζονταν έως πρότινος, ρατσιστές και ακροδεξιοί.

Όποιος τόλμησε να αμφιβάλλει για τη σκοπιμότητα και τα αποτελέσματα του πολέμου στην Ουκρανία, κατηγορείται ως ρωσόφιλος, «πράκτορας του Πούτιν», ή «χρήσιμος ηλίθιος». Όποιος καυτηριάζει την πλήρη αδιαφορία της κυβέρνησης του Ισραήλ για τους αμάχους στη Γάζα, είναι «αντισημίτης».

Οι ακραίες αυτές αντιλήψεις, που προσπαθούν να ακυρώσουν κάθε διάλογο και να ισοπεδώσουν την κριτική, θυμίζουν άλλες τάσεις κι όχι τη γνήσια φιλελεύθερη σκέψη ή τη μετριοπάθεια του πολιτικού κέντρου. Η ανεκτικότητα περιορίζεται μόνο στους ομοϊδεάτες.

Ο πόλεμος στην αντίθετη άποψη ξεκινά από τη διαπόμπευση, περνά στην οργανωμένη «ακύρωση», το γνωστό cancelling, και φτάνει να απειλεί την ελευθερία του λόγου, καθώς η κυριαρχία στα μεγάλα διεθνή media συνοδεύεται από ευρωπαϊκά σχέδια λογοκρισίας στα social media και οδηγεί στην εξίσου επικίνδυνη δημόσια αυτολογοκρισία.

Αυτή η ισοπεδωτική αντιμετώπιση έχει ήδη μεγάλες παρενέργειες. Κύριοι εκφραστές του αντίλογου κατέστησαν λαϊκιστικά πολιτικά ρεύματα και πρόσωπα που δεν είχαν λόγους να φοβούνται τον εξοστρακισμό, διότι κινούνταν έτσι κι αλλιώς εκτός του ελιτίστικου συστήματος. Τώρα, καθώς το κύμα υποχωρεί, εκείνα καρπούνται τα οφέλη αυξάνοντας την απήχησή τους στη κοινωνία. Το είδαμε στις ΗΠΑ, το βλέπουμε και στην Ευρώπη.

Οι κίνδυνοι της γεωπολιτικής ιδεοληψίας

Σήμερα, η woke agenda βρίσκεται σε υποχώρηση, διότι σκόνταψε στην αντίδραση μεγάλου μέρους των κοινωνιών, εντός και εκτός ΗΠΑ. Η πράσινη μετάβαση επαναπροσδιορίζεται εξ ανάγκης, λόγω κόστους, γεωπολιτικών αλλαγών και αποτυχιών στις πολιτικές, χωρίς να έχει (ευτυχώς) χαθεί η αίσθηση της γενικότερης αναγκαιότητας. Το μεταναστευτικό αναγνωρίζεται πλέον πραγματικά ως καίριο πρόβλημα.

Στα γεωπολιτικά, όμως, η επίδραση των ζηλωτών που έχουν κυριαρχήσει στο σύστημα της Δύσης συνεχίζει να προκαλεί δύο πολύ σοβαρές συνέπειες, κι αν δεν περιοριστεί σύντομα, μπορεί να προκαλέσει ανήκεστο βλάβη.

Η πρώτη αφορά το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτων εξελίξεων στη σύρραξη της Ουκρανίας, πριν ακόμη ο Τραμπ αναλάβει τα καθήκοντά του. Αργά αλλά σταθερά ΗΠΑ και Ευρώπη περνούν κόκκινες γραμμές που οι ίδιες έθεταν, κι ανεβαίνουν τη σκάλα της κλιμάκωσης απέναντι σε μια πυρηνική υπερδύναμη που δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι θεωρεί αυτή τη σύγκρουση υπαρξιακό ζήτημα.

Περάσαμε πλέον σε έμπρακτη επιβεβαίωση. Την πρώτη στα χρονικά χρήση βαλλιστικού πυραύλου μεσαίου βεληνεκούς, έναντι πολεμικού στόχου. Φτάνουμε ολοένα και πιο κοντά σε μια νέα κρίση της Κούβας, χωρίς όμως να ενεργοποιούνται (τουλάχιστον εμφανώς) τα ανάλογα διπλωματικά αντανακλαστικά.

Η δεύτερη συνέπεια αφορά την αποσάθρωση των κανόνων της διεθνούς τάξης, από εκείνους που υποτίθεται ότι τους υπερασπίζονται. Η έκδοση εντάλματος σύλληψης του Νετανιάχου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, σε συνδυασμό με την άρνηση των ΗΠΑ να δεχτούν την απόφαση, αλλά και την προσπάθεια αρκετών μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να μην πάρουν θέση, αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρό πλήγμα.

Διότι, στα μάτια του «Παγκόσμιου Νότου», που θα παίξει μεγάλο ρόλο στις μελλοντικές γεωπολιτικές και οικονομικές ισορροπίες, η στάση αυτή αποτελεί επισφράγιση μιας καθαρά υποκριτικής στάσης, που ευτελίζει τις μεγαλοστομίες περί «διεθνούς τάξης» και της ισότητας έναντι του νόμου. Όλα συμβαίνουν με κριτήριο τα γεωπολιτικά συμφέροντα.

Εν ολίγοις, το «ηθικό» πλεονέκτημα της δυτικής ελίτ εξανεμίζεται όχι μόνο στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών αλλά και στον διεθνή στίβο.

Στο βάθος τους, όσα συμβαίνουν μέσα στον σκληρό πυρήνα του πολιτικού συστήματος της Δύσης και στην εξωτερική πολιτική του αντικατοπτρίζουν την ίδια κατάσταση. Την υποκριτική προβολή μιας σχεδόν «σταυροφορικής» ιδεολογικής αποστολής, που επιχειρεί να αποπροσανατολίσει από τα υπαρκτά δομικά προβλήματα, οικονομικά και κοινωνικά, απορρίπτει κάθε κριτική και επιχειρεί κάποιες προσαρμογές μόνον όταν ηττηθεί ξεκάθαρα από την πραγματικότητα.

Το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, με όλα τα προφανή ελαττώματά του, περιστοιχισμένος από πολλούς ακόμη λαϊκιστές, επικράτησε άνετα στις ΗΠΑ έναντι αυτού του συστήματος, φανερώνει πόσο μεγάλη είναι η αποκόλλησή του από τον πολιτικό ρεαλισμό και τις πραγματικές ανάγκες της εποχής.

Τα παθήματα όμως δεν φαίνεται να γίνονται μαθήματα. Το είδαμε και με τις νίκες της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Οι ήττες αποδίδονται στους απαίδευτους ψηφοφόρους, σε λάθη τακτικής ή στον πληθωρισμό, χωρίς να αμφισβητείται στο εσωτερικό του συστήματος η ουσία πολιτικών και πεποιθήσεων, παρά μόνον οι χειρισμοί.

Διότι εκείνοι μόνο, μια «προχωρημένη» ελίτ, γνωρίζει εκ των προτέρων ποια είναι η... σωστή πλευρά της Ιστορίας. Όπως μόνο εκείνοι γνώριζαν παλαιότερα ότι ερχόταν το κατά Φουκουγιάμα «τέλος της ιστορίας», υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κι έσπευσαν να γιγαντώσουν οικονομικά την Κίνα, τον σημερινό μεγάλο ανταγωνιστή της Δύσης.