Η στρατηγική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, όπως έχει εκδηλωθεί μέχρι στιγμής, στοχεύει στην ενίσχυση της αμερικανικής κυριαρχίας και στην αναδιαμόρφωση της διεθνούς τάξης. Αυτή η πολιτική περιλαμβάνει την ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας των ΗΠΑ και την προώθηση της εσωστρέφειας, με σκοπό την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων. Για κάθε ανάλυση που αφορά τον κλάδο των διεθνών σχέσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ότι το κράτος αποτελεί τη βασική μονάδα πολιτικής. Η θέση ενός κράτους στο διεθνές σύστημα καθορίζεται από τη συνδυασμένη αξιολόγηση της ισχύος του και της ικανότητάς του να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Γενικά, η ισχύς προσδιορίζεται από στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική δυνατότητα (Toledo 2005, 59) καθορίζοντας έτσι την ικανότητα ενός κράτους να επηρεάζει άλλα κράτη, ώστε να επιφέρονται συμβατά με τα εθνικά του συμφέροντα αποτελέσματα.

Γροιλανδία: Στρατηγική Σημασία και Ιστορικό Υπόβαθρο

Η Γροιλανδία κατέχει καίρια γεωστρατηγική σημασία λόγω της θέσης της στην Αρκτική και των πλούσιων φυσικών της πόρων (Dodds & Nuttall, 2017), όπως οι σπάνιες γαίες που διαθέτει (Rosa, et.al., 2023) και είναι απαραίτητες για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και άλλες σύγχρονες αναδυόμενες τεχνολογίες (εικόνα 1).

Η παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή είναι μακρά, καθώς έχουν στρατιωτική παρουσία στη Διαστημική Βάση Pituffik (πρώην Αεροπορική Βάση Thule) από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπογραμμίζοντας τη σημασία της Γροιλανδίας για την άμυνα των Η.Π.Α. στην Αρκτική, ειδικά όσον αφορά την επιτήρηση και την αποτροπή απειλών από τη Ρωσία και την Κίνα (εικόνα 2). Η Γροιλανδία παίζει ζωτικό ρόλο στο πλαίσιο ασφαλείας του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα υπό το φως του κενού Γροιλανδίας-Ισλανδίας-Ηνωμένου Βασιλείου (GIUK) (εικόνα 3).

Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Γροιλανδία δεν είναι πρόσφατο. Ιστορικά, το 1867 και το 1946, η Ουάσινγκτον επιδίωξε να αγοράσει το νησί από τη Δανία, χωρίς επιτυχία (Paul, 2021). Η επικαιροποιημένη δήλωση του Τραμπ ότι η Γροιλανδία αποτελεί «απόλυτη αναγκαιότητα» για τις ΗΠΑ, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο στρατιωτικής παρέμβασης, δημιούργησε ανησυχίες στη διεθνή κοινότητα. Η δήλωση αυτή αντικατοπτρίζει ένα ευρύτερο μοτίβο προτεραιοποίησης των συμφερόντων των ΗΠΑ έναντι των διεθνών κανόνων.

Η αντίδραση της Δανίας ήταν άμεση, με την ανακοίνωση επενδύσεων ύψους 14,6 δισεκατομμυρίων κορωνών (2,05 δισεκατομμύρια δολάρια) για την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στην Αρκτική. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης της κυριαρχίας της Γροιλανδίας. Οι δηλώσεις του Τραμπ προκάλεσαν συγκρίσεις με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ωστόσο, η σύγκριση δεν είναι ακριβής, διότι η Γροιλανδία δεν είναι (ακόμα) ένα κυρίαρχο κράτος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (Ackrén & Jakobsen, 2015), αλλά μια αυτόνομη περιοχή εντός του Βασιλείου της Δανίας. Οι Γροιλανδοί αναγνωρίζονται ως «Λαός», με πλήρη δικαιώματα να καθορίζουν το δικό τους μέλλον.

Επαναλαμβάνοντας ότι «η Γροιλανδία ανήκει στον λαό της Γροιλανδίας», ο Μούτε Έγκετε, Πρωθυπουργός της Γροιλανδίας ευθυγραμμίζεται με την ευρύτερη αρχή της αυτοδιάθεσης που κατοχυρώνεται στο διεθνές δίκαιο. Το 2023, μια επιτροπή που διορίστηκε από την κυβέρνηση δημοσίευσε ένα σχέδιο συντάγματος για μια ανεξάρτητη Γροιλανδία. Αυτό το σχέδιο, ενώ βρίσκεται ακόμα υπό συζήτηση, αντικατοπτρίζει την επιθυμία της Γροιλανδίας να αφαιρέσει τα «δεσμά του αποικιοκρατισμού». Οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές, που πρέπει να διεξαχθούν έως τον Απρίλιο του 2025, αναμένεται να καθορίσουν τη στάση της χώρας προς την πλήρη ανεξαρτησία.

Το μέλλον της Γροιλανδίας εξαρτάται από τον λαό της, ο οποίος διεκδικεί τον ρόλο του στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Οι ΗΠΑ, εφόσον επιθυμούν πραγματική στρατηγική συνεργασία, ενδεχομένως να ακολουθήσουν τον δρόμο της διπλωματίας και της ισότιμης συνεργασίας αντί της καταναγκαστικής πολιτικής. Οποιαδήποτε χρήση βίας από ένα κράτος του ΝΑΤΟ κατά άλλου θα έθετε επίσης σε δοκιμασία την αξιοπιστία των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.

Η αρχή της αυτοδιάθεσης είναι θεμέλιο του διεθνούς δικαίου. Μια προφανής απόρριψη αυτής της αρχής από την κύρια δυτική δύναμη αποδυναμώνει ολόκληρη τη διεθνή τάξη και τις συμμαχίες εντός του ΝΑΤΟ. Οποιαδήποτε αντιληπτή απειλή για αυτήν την κυριαρχία θα μπορούσε να δημιουργήσει διαιρέσεις εντός του ΝΑΤΟ και να δώσει στη Ρωσία ή στην Κίνα ευκαιρίες να εκμεταλλευτούν τη δυτική διαφωνία, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών παραπληροφόρησης. Καθώς η Αρκτική αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, η Γροιλανδία δεν προβλέπεται να είναι μόνο ένα πεδίο γεωπολιτικών ανταγωνισμών αλλά και μια κρίσιμη φωνή στη διεθνή κοινότητα.

Παναμάς: Οδηγείται σε αποκινεζοποίηση

Η Διώρυγα του Παναμά είναι κρίσιμη για το παγκόσμιο εμπόριο και τη ναυτική ισχύ των ΗΠΑ. Το κανάλι είναι μια τεχνητή υδάτινη οδός μήκους 82 χλμ που συνδέει τον Ειρηνικό και Ατλαντικό Ωκεανό (εικόνα 4), και είναι κρίσιμης σημασίας για τις εισαγωγές αυτοκινήτων και εμπορευμάτων των ΗΠΑ από την Ασία, καθώς και για τις εξαγωγές εμπορευμάτων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκεύασαν σε μεγάλο βαθμό το κανάλι και διαχειρίστηκαν την περιοχή γύρω από τη διέλευση για δεκαετίες. Το 1977 οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Παναμάς υπέγραψαν μια σειρά συμφωνιών και άνοιξαν το δρόμο για την επιστροφή του καναλιού υπό πλήρη παναμαϊκό έλεγχο (Sullivan & Rivas, 2007), αλλά με τη διατήρηση του αμερικανικού δικαιώματος στρατιωτικής επέμβασης εάν οι λειτουργίες του διαταραχθούν από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες το παρέδωσαν το 1999 μετά από μια περίοδο κοινής διοίκησης (Gedan, 2016).

Εντείνοντας την επιδίωξη επαναφοράς του αμερικανικού ελέγχου στη διώρυγα πριν την ορκομωσία του, ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγόρησε ξανά τον Παναμά ότι παραβίασε τις υποσχέσεις που έδωσε  το 1999, παραδίδοντας τη λειτουργία της στην Κίνα.  Μια θυγατρική της CK Hutchison Holdings 0001 με έδρα το Χονγκ Κονγκ, διαχειρίζεται εδώ και καιρό δύο λιμάνια που βρίσκονται στις εισόδους της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (Rodríguez, 2025).

Ο Πρόεδρος του Παναμά Ραούλ Μουλίνο, σε συνάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε ότι διενεργείται έρευνα στην εταιρία που υπάρχουν υπόνοιες ότι σχετίζεται με την Κίνα, και ότι δεν πιστεύει πως υπάρχει λόγος χρήσης στρατιωτικής δύναμης από τις ΗΠΑ, υποδηλώνοντας ενδεχομένη συνεργασία με τον Πρόεδρο Τραμπ.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα επανακτήσουν τον έλεγχο της διώρυγας, επικαλούμενος το “Manifest Destiny”. Το Manifest Destiny, μια φράση που επινοήθηκε αρχικά στα μέσα του 1800, ήταν η πεποίθηση σε ένα «θεόσταλτο» δικαίωμα των Η.Π.Α. να επεκτείνουν τον έλεγχό τους σε όλη τη Βόρεια Αμερική, και χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την κατάληψη εδαφών από το Μεξικό και από τους Ιθαγενείς Αμερικανούς.

Καναδάς: Θα γίνει πολιτεία των ΗΠΑ;

Παράλληλα, ο Τραμπ έχει επαναφέρει την ιδέα της προσάρτησης του Καναδά στις ΗΠΑ, ανακοινώνοντας οικονομικές πιέσεις. Αναφερόμενος στα σύνορα του Καναδά ως μια «τεχνητά σχεδιασμένη γραμμή», συνδέει την πρόταση με το ενδεχόμενο επιβολής δασμών 25% στα καναδικά προϊόντα, λέγοντας ότι ο δασμός θα μπορούσε να αποφευχθεί αν ο Καναδάς γίνει πολιτεία των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Τραμπ, ο Καναδάς εκμεταλλευόταν τις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και χρόνια. Ως κράτος, δήλωσε ότι οι Καναδοί «δεν θα έχουν στρατιωτικά προβλήματα, θα είναι πολύ πιο ασφαλείς με κάθε τρόπο», προσθέτοντας ότι «αυτό θα είναι κάτι σπουδαίο για τον Καναδά».

Οι επικεφαλής των μεγάλων πολιτικών κομμάτων απορρίπτουν κατηγορηματικά την ιδέα, αλλά ο αρχηγός του κράτους του Καναδά, ο Βασιλιάς Κάρολος Γ΄, δεν παίρνει θέση. Θα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο για τον Βασιλιά να εμπλακεί σε τέτοια ζητήματα, είπε ο Φιλίπ Λαγκασέ, ειδικός στους ρόλους του Κοινοβουλίου και της Κορώνας.

Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ιδέα είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής στον Καναδά, με μόλις 11% των πολιτών να την υποστηρίζουν (Ritchie, 2025).

Η Εμπορική Πολιτική των ΗΠΑ

Η επαναφορά βιομηχανιών στις Ηνωμένες Πολιτείες και η επιβολή δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα αποτελούν στρατηγικές που στοχεύουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτονομίας και της βιομηχανικής βάσης της χώρας. Παράλληλα, η πίεση για αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της δυτικής στρατιωτικής παρουσίας, ιδιαιτέρως σε περιοχές στρατηγικής σημασίας.

Η ομάδα εμπορίου και οικονομικής ασφάλειας της διοίκησης του Προέδρου Τραμπ παρουσιάζει συνοχή και ετοιμότητα στην αξιοποίηση εργαλείων όπως οι δασμοί, οι έλεγχοι εξαγωγών και οι ενισχυμένες κυρώσεις, με σκοπό την ενδυνάμωση της αμερικανικής οικονομίας και την επίτευξη γεωστρατηγικών στόχων έναντι των αντιπάλων των ΗΠΑ. Οι στόχοι αυτοί περιλαμβάνουν τη διατήρηση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος έναντι της Κίνας, την ανακοπή της ροής φεντανύλης στις ΗΠΑ (NPR, 2025) και την προώθηση ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Μεταξύ των προεδρικών ενεργειών, το μνημόνιο της Πολιτικής Εμπορίου «Πρώτα η Αμερική» θέτει ως στόχους την προώθηση επενδύσεων, την αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση των βιομηχανικών και τεχνολογικών πλεονεκτημάτων των ΗΠΑ, καθώς και την υπεράσπιση της οικονομικής και εθνικής ασφάλειας. Το μνημόνιο αυτό προτείνει πάνω από 20 πιθανά μέτρα εμπορικής και οικονομικής ασφάλειας για την αντιμετώπιση άδικων και μη ισορροπημένων εμπορικών πρακτικών (The White House, 2025).

Επιπροσθέτως, στις 26 Ιανουαρίου, ο Τραμπ ανακοίνωσε ενδεχόμενη επιβολή δασμών 25% και αργότερα 50% στις εισαγωγές από την Κολομβία, ως αντίποινα για την άρνηση της χώρας να δεχτεί πτήσεις με πολίτες της που προηγουμένως είχε απελάσει, αλλά η Κολομβία υποχώρησε εντός ολίγων ωρών.

Στις 27 Ιανουαρίου, ανακοίνωσε στους Ρεπουμπλικάνους της Βουλής των Αντιπροσώπων στο Μαϊάμι την πρόθεσή του να επιβάλει δασμούς σε εισαγόμενα «τσιπ υπολογιστών, ημιαγωγούς και φαρμακευτικά προϊόντα», με στόχο την επαναφορά της παραγωγής τους στις ΗΠΑ. Επιπλέον, δήλωσε ότι θα επιβάλει δασμούς σε χάλυβα, αλουμίνιο και χαλκό (Garrison, 2025).

Πρόσφατες εξελίξεις περιλαμβάνουν την ανακοίνωση του Προέδρου Τραμπ για ακόμα μια επιβολή δασμών 25% σε όλες τις εισαγωγές από το Μεξικό, εάν η μεξικανική κυβέρνηση δεν περιορίσει τη ροή μεταναστών στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Αυτή η δήλωση επεκτάθηκε αργότερα για να συμπεριλάβει τον Καναδά και την Κίνα.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, το Μεξικό έχει ξεκινήσει την ανάπτυξη 10.000 στρατιωτών στα σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είχε υποσχεθεί η πρόεδρος του Μεξικού, Κλαούντια Σέινμπαουμ. Αυτή η κίνηση αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφάλειας στα σύνορα και στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Επομένως, φαίνεται να συμφωνήθηκε από τα δύο κράτη η ενίσχυση της συνεργασίας τους σε θέματα ασφάλειας και εμπορίου, προς αποφυγή επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ.

Το Σχέδιο για τη «Ριβιέρα της Γάζας»

Το σχέδιο για τη Λωρίδα της Γάζας, με την ανάληψη του ελέγχου της περιοχής από τις ΗΠΑ, περιλαμβάνει την προσωρινή μετεγκατάσταση των περίπου δύο εκατομμυρίων Παλαιστινίων κατοίκων της Γάζας σε γειτονικές χώρες, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, προκειμένου να πραγματοποιηθούν ανακατασκευές και αναπτύξεις στην περιοχή. Ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, εξέφρασε την υποστήριξή του στο σχέδιο, δηλώνοντας ότι το Ισραήλ θα παραδώσει τη Γάζα στις ΗΠΑ μετά το τέλος των συγκρούσεων, χωρίς την ανάγκη παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή. Όπως θα ήταν λογικό, το σχέδιο  έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο, με τον  Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, να καταδικάζει την πρόταση, χαρακτηρίζοντάς την ως “εθνοκάθαρση”. Επιπλέον, χώρες όπως η Γερμανία, η Βραζιλία, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία και η Αίγυπτος εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο σχέδιο.

Τα φαινόμενα μπορεί να απατούν;

Επιχειρώντας μια βαθύτερη ανάλυση της εν λόγω ανακοίνωσης, επισημαίνουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα έπρεπε να είναι κάποιος αδαής που αγνοεί τη μακροχρόνια διαμάχη για τη Λωρίδα της Γάζας, για να είναι βέβαιος για την υλοποίηση του σχεδίου του. Αντίθετα, γνωρίζει πολύ καλά ότι η περιοχή αυτή αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και αιματηρά σημεία σύγκρουσης στον σύγχρονο κόσμο. Από το 1948, όταν το Ισραήλ ιδρύθηκε ως κράτος, μέχρι και σήμερα, η Γάζα έχει βρεθεί στο επίκεντρο πολέμων, των αποκλεισμών και του ξεριζωμού ανθρώπων. Ο πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967 οδήγησε στην κατοχή της από το Ισραήλ, ενώ η Συμφωνία του Όσλο το 1993 άνοιξε τον δρόμο για την αυτοδιοίκησή της από την Παλαιστινιακή Αρχή. Ωστόσο, η άνοδος της Χαμάς το 2006 και ο ισραηλινός αποκλεισμός που ακολούθησε έκαναν τη Γάζα ένα καζάνι που βράζει, με διαρκείς συγκρούσεις και αδιέξοδες διαπραγματεύσεις.

Επομένως, είναι αδιανόητο να πιστέψει κανείς ότι ο Τραμπ περιμένει την ομόφωνη συναίνεση όλων των αραβικών κρατών, των Παλαιστινίων ή ακόμη και των Δυτικών συμμάχων του για το σχέδιό του. Αυτό που φαίνεται πιο πιθανό είναι ότι χρησιμοποιεί  μια ακραία πρόταση που δημιουργεί αναταραχή, ώστε να μπορέσει αργότερα να διαπραγματευτεί από μια εντελώς διαφορετική θέση. Ανακοινώνοντας κάτι τόσο προκλητικό και προτείνοντας αργότερα έναν πιο «ήπιο» συμβιβασμό, ο δεύτερος θα μοιάζει σχεδόν λογικός σε σύγκριση με την αρχική του τοποθέτηση. Άλλωστε, αυτή είναι μια τακτική που έχει εφαρμόσει πολλές φορές τόσο στην πολιτική όσο και στον επιχειρηματικό του βίο: πρώτα σοκάρεις, μετά διαπραγματεύεσαι.

Αναλύοντας την πολιτική του Τραμπ που έχει εκδηλωθεί μέχρι στιγμής, παρατηρούμε μια σαφή τάση προς την ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής μέσω στρατηγικών κινήσεων. Οι διαπραγματεύσεις αποτελούν βασικό εργαλείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, με τον Αμερικανό Πρόεδρο να προαναγγέλλει ακραίες ενέργειες, τις οποίες, στην πραγματικότητα, αξιοποιεί για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του ικανότητα. Συνολικά, η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ αντικατοπτρίζει μια προσέγγιση που συνδυάζει την ενδυνάμωση της αμερικανικής ισχύος και την προώθηση των εθνικών συμφερόντων, επιδιώκοντας την αναδιαμόρφωση της διεθνούς τάξης προς όφελος των Ηνωμένων Πολιτειών.

ΠΗΓΗ: Geopolitico.gr