Στις 13 Αυγούστου του 2004, τα μάτια όλου του κόσμου ήταν στραμμένα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας όπου θα γινόταν η Τελετή Έναρξης των 28ων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνη τη βραδιά έμελλε να σημάνει η αρχή μίας νέας εθνικής περιπέτειας, μίας τραγωδίας, που λίγα χρόνια αργότερα έγινε γνωστή ως ελληνική κρίση χρέους, η οποία θα “γιατρευόταν” -υποτίθεται- με τα περιβόητα Μνημόνια. Αποτέλεσμα; Σήμερα ή Ελλάδα έχει χρέος 400 δισ. ευρώ, περισσότεροι από 500.000 νέοι και μορφωμένοι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα για καλύτερες συνθήκες ζωής στο εξωτερικό και όσοι απέμειναν έχουν ξεχάσει προ πολλού τί σημαίνει “κανονικότητα” και ποιότητα ζωής.
Το κόστος
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος; Μα οι Ολυμπιακοί Αγώνες ευθύνονται για ότι έγινε;
Σύμφωνα με στοιχεία που είχε δώσει το 2012 το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ήταν 8,5 δισ. ευρώ.
Τον Ιούνιο του 2015, ο τότε υφυπουργός Παιδείας, Πολιτισμού και Θρησκευμάτων Σταύρος Κοντονής ανέφερε ότι οι Αγώνες του 2004 κόστισαν πάνω από 20 δισ. ευρώ, ενώ πρόσφατο δημοσίευμα του γαλλικού πρακτορείου ειδήσεων έλεγε ότι οι φετινοί Αγώνες στο Παρίσι κόστισαν περί τα 10 δισ. ευρώ και ότι τις Αθήνας είχαν κοστίσει 13 δισ. ευρώ.
Το ρεπορτάζ δείχνει ότι τα 13 δισ. ευρώ αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος των δαπανών που έγιναν αποκλειστικά για τους Αγώνες.
Διότι, ναι, δεν ήταν μόνο αυτά τα 13 δισ. ευρώ που δημιούργησαν το πρόβλημα.
Η μεγάλη ζημιά έγινε από το γεγονός ότι η Ελλάδα κλήθηκε μέσα σε μόλις μία οκταετία, από το 1996 όταν έγινε η ανάληψη μέχρι το 2004, να υλοποιήσει μία σειρά από έργα υποδομών που η έγκαιρη παράδοσή τους συνδεόταν με τους Αγώνες.
Το αεροδρόμιο στα Σπάτα, η Αττική Οδός, ο Προαστιακός, το Μετρό της Αθήνας, το Τράμ και άλλα.
Και όχι ότι αυτά δεν έγιναν καλώς, αφού σήμερα τα χρησιμοποιούμε όλοι στην Αθήνα. Το θέμα είναι σε τί τιμές έγιναν (οι γνωστές υπερκοστολογήσεις των εργολάβων της εποχής) και αν η Ελλάδα είχε την οικονομική δυνατότητα να τα φέρει εις πέρας τόσο γρήγορα.
Όχι, δεν μπορούσε. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να δανειστεί, και αυτό θα γινόταν με την έκδοση ομολόγων.
Ο σχετικός πίνακας από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο δείχνει αυτό που περιγράφουμε:
Την περίοδο 1996 – 2003 με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη το χρέος αυξήθηκε κατά 70 δισ. ευρώ (8,7 δισ. ευρώ ανά έτος) και “απογειώθηκε” με επιπλέον 131,9 δισ. ευρώ την περίοδο 2004 – 2009 που πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Καραμανλής (+22 δισ. ευρώ ανά έτος). Και αυτό διότι άπειροι “λογαριασμοί” σε εργολάβους και άλλους προμηθευτές του Δημοσίου εξακολουθούσαν να εξοφλούνται και μετά το 2004, και για το λόγο αυτό, το κράτος δανειζόταν όλο και περισσότερο.
Γύρω από τους Αγώνες, και λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς του κράτους, δημιουργήθηκε μία επιπλέον χρηματοδοτική ανάγκη της τάξης των 50 δισ. ευρώ.
Τί έλεγαν τότε οι δημοσκοπήσεις και ποιοί (λίγοι) αντιδρούσαν
Το 2004 είχαν εμφανιστεί δημοσκοπήσεις στον ελληνικό Τύπο που έλεγαν ότι πάνω από το 90% των Ελλήνων ήταν υπέρ της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Αντιγράφουμε από μία μελέτη της VPRC, που έδινε αντίστοιχη εικόνα: “Το 2003 το 82.3% της ελληνικής κοινής γνώμης αξιολογούσε τους Αγώνες της Αθήνας ως ‘πολύ και αρκετά σημαντικούς’. Στον αντίποδα, μόλις το 16.4% τους αξιολογούσε από ‘λίγο έως καθόλου σημαντικούς”.
Γενικά, ήταν μία περίοδος που επειδή πολλοί ανέμεναν να πάρουν κάτι από την “πίτα” των Αγώνων, λίγοι σχολίαζαν αρνητικά ή εξέφραζαν δημόσια την εναντίωσή τους.
Ο δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας Φίλιππος Συρίγος ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους στο χώρο της ελληνικής δημοσιογραφίας που είχε εναντιωθεί ανοιχτά στη διοργάνωση πριν ακόμη γίνει η ανάληψη το 1996.
“Θα σας πω μόνο το εξής: το νέο μεγάλο γυμναστήριο που δημοπρατήθηκε στη Θεσσαλονίκη, της Μίκρας, θα έχει χωρητικότητα γύρω στις 15.000 θέσεις και δημοπρατήθηκε στα 51 δις. Τώρα πώς θα φτιάξουνε μετά από τόσα χρόνια αθλητικές εγκαταστάσεις συνολικής χωρητικότητας 170.000 θέσεων με 70 δις, αυτό μάλλον με εγχείρημα φακίρηδων μοιάζει” (ποσά σε δραχμές), έγραφε ο Συρίγος, ο οποίος στην πορεία κατήγγειλε μία σειρά θέματα σε σχέση με τους Αγώνες, όπως τη φίμωση στον Τύπο (τον είχαν διώξει από τον Αντένα), το ντόπινγκ και άλλα.
Σε ότι αφορά τους πολιτικούς χώρους (με την ευρεία έννοια πολιτικούς) μόνο οι Αναρχικοί και το ΚΚΕ εξέφραζαν την αντίθεσή τους.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε τότε ήταν οι προσαγωγές και συλλήψεις από την αστυνομία τόσο αναρχικών, όσο και μελών των ΚΚΕ που μοίραζαν στην Αθήνα φυλλάδια κατά των Αγώνων, με την κατηγορία της… ρύπανσης!!!
Αντιγράφουμε από μία αφίσα αναρχικών: “Υπερκέρδη για το κεφάλαιο και ανθρωποθυσίες στα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς, αστυνομοκρατία καταστολή κάθε κοινωνικής και πολιτικής αντίστασης, εκσυγχρονισμός του ελέγχου και αναβάθμιση του ρόλου των μυστικών υπηρεσιών, λεηλασία του περιβάλλοντος, “αναπλάσεις” – εμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων, ιδεολογικός εκμαυλισμός για την απόσπαση συναίνεσης με την προώθηση του “εθελοντισμού” και του εθνικισμού…”.
Να σημειώσουμε ότι στα ολυμπιακά έργα είχαν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 13 εργάτες.
Τον Ιανουάριο του 1996, σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη, το ΚΚΕ και η τότε γενική γραμματέας Αλέκα Παπαρήγα είχαν ταχθεί υπέρ της υποψηφιότητας της Αθήνας για τη διοργάνωση των Αγώνων του 2004 με την προϋπόθεση “να συνδυαστεί η διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 με τη γενικότερη στήριξη του αθλητισμού, του σχολικού, του λαϊκού, του αθλητισμού για όλους”.
Τον Οκτώβριο του 2003, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Αλέκα Παπαρήγα στην εφημερίδα Goal News και την οποία είχε αναδημοσιεύσει ο Ριζοσπάστης, το “έργο” είχε αλλάξει…
“Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας δεν ξεφεύγουν από τις διεθνείς προδιαγραφές των σύγχρονων εμπορευματοποιημένων Ολυμπιακών Αγώνων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν προ πολλού αλλοιωθεί πλήρως και καμία σχέση δεν έχουν πλέον με τα ιδανικά και τις αξίες του αθλητισμού, του πολιτισμού, της ειρήνης. Εχουν ταυτιστεί με την πολιτική του κεφαλαίου, με τα συμφέροντά του για κερδοφορία, με ό,τι σημαίνει αυτό για το βιοτικό επίπεδο των λαών, την πολιτιστική τους ζωή, το περιβάλλον, γενικά για τα δικαιώματά τους” έλεγε μεταξύ άλλων η Αλέκα Παπαρήγα.
Τέλος, πρέπει να γίνει και μνεία στους χιλιάδες συμπολίτες μας που έβγαλαν εκατομμύρια ευρώ από μίζες, μπίζνες και υπερκοστολογήσεις από το λεγόμενο “πάρτυ” του 2004.
Εκείνοι έχουν και κάθε λόγο να υποστηρίζουν ότι η Τελετή Έναρξης της Αθήνας ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Οι υπόλοιποι, είναι μάλλον το ίδιο αφελείς με όσους υπηρέτησαν τότε τη μεγάλη ιδέα του εθελοντισμού…
ΠΗΓΗ: freedomofpress.gr