Αντί για αθλητικά παπούτσια φορούσαν λευκό, πάντα, μοκασίνι και μία ωραία μέρα του ’31, κατά τη διάρκεια ενός από τους τελευταίους του αγώνες ο Ρενέ Λακόστ είδε και απόειδε και είπε, φτάνει. Ως εδώ. Ξαφνικά έβγαλε το πουλοβεράκι, έσκισε και τα μανίκια και ο συντηρητικός κόσμος του «Ουϊμπλεντον» που έως τότε δεν είχε ξανά δει κάτι τέτοιο, λίγο έλειψε να τον λιντσάρει για ασέβεια προς τον ιερότερο των κορτς.
Στο μυαλό του Γάλλου «ιερόσυλου», μόλις είχε γεννηθεί η ιδέα για το πώς ένας τενίστας θα μπορούσε να παίζει περισσότερο ελεύθερα, χωρίς να τον περιορίζει η τύπου «γαμπριάτικης» ενδυμασία. Κι αυτό ήταν: βρήκε έναν μεγαλέμπορα στον χώρο των υφασμάτων και δύο χρόνια αργότερα θα ξεκινούσε τη μαζική παραγωγή με τα «πικέ» μπλουζάκια που έμελλε να φέρουν την καθολική επανάσταση στον κόσμο της αθλητικής ένδυσης και που αυτές τις ημέρες, του Μαΐου συμπληρώνει 90 χρόνια ζωής.
Στον κόσμο του τότε τένις, ο Λακόστ ήταν ήδη ένας θρύλος. Με το «γαμπριάτικο», έστω κοστούμι του, μ’ ένα μπαλάκι από καουτσούκ, και μία παν βαριά ξύλινη ρακέτα, με πλέξη από χοιρινά εντόσθια είχε καταφέρει το ίδιο να γράψει τη δική του Ιστορία κατακτώντας 3 Ρολάν Γκαρός, 2 Ουϊμπλεντον και 1 Us Open, φτάνοντας επίσης σε δύο ακόμη, χαμένους τελικούς, σε Λονδίνο και Παρίσι.
Ήταν ήδη, επίσης κι ένας από τους «4 Σωματοφύλακες», όπως είχε βαπτιστεί τότε η φανταστική, γαλλική, εθνική ομάδα που από το ’27 έως το’36 έφερε στο Παρίσι έξι συνεχόμενα Κύπελλα Davis. Οι υπόλοιποι «σωματοφύλακες» ήταν ο Ζαν Μποροτρά, γνωστός ως «Βάσκος», ο Ανρί Κοσέ, ως «Μάγος» και ο Ζακ Μπρουνιόν, που για κάποιο λόγο τον φώναζαν «Τοτός». Ο Λακόστ ήταν ο μόνος που δεν είχε ακόμη παρατσούκλι και ίσως να μην αποκτούσε ποτέ εκείνο του «Αλιγάτορα» εάν δεν ερωτευόταν, τρόπος του λέγειν, με πάθος, επιμονή, έως και εμμονή μία κροκοδείλια τσάντα που έτυχε να δει σε μία βιτρίνα στη Νέα Υόρκη.
Εκείνη τη στιγμή, παρών στους δρόμους της αμερικανικής μεγαλούπολης βρισκόταν κι ο Πιέρ Ζιλού, αρχηγός της εθνικής, γαλλικής ομάδας τένις ο οποίος του πρότεινε το εξής στοίχημα: θα στην αγοράσω εγώ την τσάντα, αρκεί να νικήσεις τον Τζέιμς Άντερσον, τον αντίστοιχο δηλαδή Λακόστ, αλλά για την Αυστραλία. Συμφώνησαν, ο Λακόστ όμως έχασε και τον αγώνα, και το στοίχημα, φυσικά και την τσάντα. Κέρδισε όμως το παρατσούκλι, γιατί κατά διαβολεμένη σύμπτωση, μία εφημερίδα της Βοστόνης είχε γράψει ότι, μπορεί να ηττήθηκε, αλλά αγωνίστηκε σε κάθε πόντο λες και ήταν αλιγάτορας.
Του άρεσε τόσο πολύ, που ζήτησε να του σχεδιάσουν έναν κροκόδειλο και να του το ράψουν, αρχικά στα σακάκια του. Μετά όμως είδε ότι άρεσε και στον κόσμο, μίκρυνε το σχήμα του κι έκτοτε το έραψε και σε κάθε του μπλουζάκι.
Ο άνθρωπος που εφηύρε το Sportswear, δεν σταμάτησε όμως μόνο εκεί: κι αποδείχθηκε μοναδική ιδιοφυΐα και στο επιχειρηματικό κομμάτι. Γιατί δική του ήταν η εφεύρεση του ηλεκτρικού μηχανισμού που «πετάει» τα μπαλάκια στις προπονήσεις. Δική του, να τοποθετηθεί ένας ειδικός μηχανισμός στο φιλέ για να βοηθήσει τον κόσμο να καταλάβουν εάν το μπαλάκι το χτύπησε ή όχι. Δική του, η πρώτη μεταλλική ρακέτα την πατέντα της οποίας μοσχοπούλησε στην Wilson. Δικό του και το Damper, ένα κομματάκι από καουτσούκ που τοποθετείται στη βάση της ρακέτας για ν’ απορροφήσει ακόμη καλύτερα τα χτυπήματα.
Άγνωστο εάν τελικά αγόρασε ποτέ του, ή όχι εκείνη την περιβόητη δερμάτινη, κροκοδείλια τσάντα. Το βέβαιο όμως είναι, ότι το 1996, σε ηλικία 92 ετών και λίγες μόλις ώρες πριν περάσει στον άλλο κόσμο, ακόμη σχεδίαζε, μελετούσε και ζωγράφιζε πως θα έπρεπε να είναι το ιδανικό μπαλάκι τένις του μέλλοντος…