Τελικά έγινε τενίστας, και μάλιστα από τους πλέον ικανούς και συνεπείς με τα μεγάλα ραντεβού, γιατί με εξαίρεση μία ήττα από τον Αλκαράθ και μία από τον Τσιτσιπά έχει να χάσει μήνες και εάν αναγκάστηκε να δηλώσει «forfeit» σε Μαδρίτη ή Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν μόνο λόγω μυϊκών ενοχλήσεων.

 Μέχρι τα 13 του, λοιπόν ο Γιανίκ ονειρευόταν να γίνει σκιέρ. Απόλυτα φυσιολογικό για κάποιον που γεννήθηκε στις Δολομίτες και που ανεβοκατέβαινε καθημερινά τα βουνά γιατί οι δικοί του, ο μπαμπάς ως μάγειρας, η μαμά ως καθαρίστρια εργάζονταν ατελείωτες ώρες στο σαλέ του χιονοδρομικού κέντρου της Βαλ Πουστερία. Ενός μικρού χωριού, 16.000 ανθρώπων στην ευρύτερη περιοχή του Μπολζάνο όπου, παραδοσιακά, πρώτα διδάσκεται η γερμανική γλώσσα και μετά η ιταλική.

 Παράλληλα όμως με την αναμφισβήτητη κλήση του με τα μπαστούνια του σκι, ο Γιανίκ τα κατάφερνε εξίσου καλά και με μία μπάλα στα πόδια: και ας έμοιαζαν τότε, περισσότερο με οδοντογλυφίδες, παρά με μελλοντικού ποδοσφαιριστή. Εκείνος όμως δεν το’ βαλε κάτω και  με πολλή δουλειά, αλλά και πείσμα εξελίχθηκε σε αναντικατάστατο «10άρη» της Afc Sexten, της τοπικής ομάδας φτάνοντας στο σημείο να πετυχαίνει 25 γκολ το χρόνο.

 Ξαφνικά όμως τα παράτησε όλα, θυμήθηκε ότι στην αποθήκη είχε μία ρακέτα του τένις, την ξεσκόνισε και περνούσε ατελείωτες ώρες παίζοντας, πρώτα μόνος του στον τοίχο και σταδιακά με προπονητή. Και αυτό ήταν. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε τι ήθελε να γίνει όταν θα μεγάλωνε. Δεν το’ χουν όλοι το χάρισμα της τηλεπάθειας, το αντίθετο. Συνήθως, οι περισσότεροι αργούμε να βρούμε τον δρόμο μας ή τι μας ταιριάζει.

 Ο Σίνερ όμως όχι. Ήδη από τα 13 του ήξερε ότι θα γινόταν τενίστας, χωρίς φυσικά να προβλέψει ότι από το 2018, χρονιά που μπήκε στον κόσμο του επαγγελματικού τένις θα είχε ήδη εξελιχθεί σ’ έναν από τους καλύτερους όλων των εποχών, ούτε ότι στα 23 του, με «prize money» τα 39εκ. 400.000 δολάρια θα γινόταν ο 8ος πλουσιότερος τενίστας όλων των εποχών.

 Η καλύτερή του χρονιά ήταν η τελευταία, εκείνη δηλαδή που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του ’23 με την κατάκτηση του Κυπέλλου Ντέιβις, συνεχίστηκε με το 1ο του Grand Slam στη Μελβούρνη, με οκτώ Masters 500 ή 1000, το 2ο του Grand Slam στη Νέα Υόρκη, ένα ακόμη Κύπελλο Ντέιβις με την Ιταλία και τον Ιανουάριο του ’25 το 3ο του και δεύτερο συνεχόμενο ξανά στην Αυστραλία.

 Από τον περασμένο Ιούνιο Νο 1 του κόσμου, η συνεχόμενη αναρρίχησή του προς την κορυφή θεωρείται  κάτι πρωτόγνωρο, γιατί πέρυσι τον Φεβρουάριο ήταν ακόμη στο Νο 3 του παγκόσμιου ranking, ενώ τον Απρίλιο είχε ανεβεί στο Νο 2. Φετινός του στόχος, είτε το Ρολάν Γκαρός, είτε το Ουϊμπλεντον, γήπεδα «ταμπού» όπου δεν πήγε ποτέ του πέρα από τα ημιτελικά. Αν και ο μεγαλύτερος όλων, δεν είναι η κατάκτηση ενός 4ου Grand Slam, όσο να καταφέρει, προς την Άνοιξη ν’ αποδείξει σε αίθουσα δικαστηρίου την αθωότητα του για μία υπόθεση ντόπινγκ (πέρυσι στο Μαϊάμι, με Clostebol), που εξ’ αρχής ο ίδιος ορκίζεται ότι δεν είχε καμία σχέση ή ανάμιξη.

 Μέχρι τότε και μέχρι η παγκόσμια ομοσπονδία ν’ αποφανθεί για ενδεχόμενη τιμωρία του ή όχι, ο Σίνερ συνεχίζει απτόητος προς τον δρόμο του, όχι μόνο αδιαφορώντας για το τι μπορεί να σκέφτονται οι υπόλοιποι, αλλά αντιθέτως αποδεικνύοντάς τους, ότι με τέτοιο, υψηλού επιπέδου τένις και δύο ελέγχους άντι- ντόπινγκ ανά αγώνα ό,τι και γίνει δεν θα είναι για κανέναν εύκολο να τον γκρεμίσουν, ξαφνικά από την κορυφή. Καθόλου άσχημα για κάποιον, που μέχρι πριν από δέκα χρόνια δεν είχε ακόμη αποφασίσει εάν θα γινόταν σκιέρ ή ποδοσφαιριστής.