H άμμος της θάλασσας έχει γραφτεί αυτές τις δυο μέρες για τον Μάκη Ψωμιάδη. Κείμενο που άξιζε να διαβάσεις ήταν του Δημήτρη Καρύδα στο Contra. Με συγκεκριμένο και προσωπικό ρεπορτάζ και ψύχραιμη προσέγγιση. Χωρίς υπερβολές και μεγαλοστομίες. Και το κυριότερο: Με σεβασμό στη μνήμη του νεκρού. Οπως και του Βασίλη Σκουντή εδώ στο «Goal». Κατά τα άλλα κυριάρχησαν η παπαρολογία και η γενικολογία. Ακόμα και ο Γιώργος Μητσικώστας στο FB επανέλαβε το ίδιο λάθος. Να μιμείται έναν Μάκη Ψωμιάδη που δεν είχε καμία σχέση με τον πραγματικό. Ο Ψωμιάδης (φωτό) ποτέ δεν έβριζε. Ποτέ δεν έβγαιναν από το στόμα του μπινελίκια. Στους τρόπους του ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και ευγενής. Αυτοί που είναι σκληροί, άλλωστε, δεν το δείχνουν στα λόγια.
Πώς γίνεται, λοιπόν, να γράφεις για έναν άνθρωπο χωρίς να έχεις μιλήσει έστω και μια φορά μαζί του; Χωρίς καν να τον έχεις αντικρίσει; Στην ελληνική δημοσιογραφία, που ξεπατικώνει ό,τι βρίσκει στο ίντερνετ, γίνεται. Κάπως έτσι διαβάζεις από μαλακιούλες ότι έπινε Τζόνι μπλου με πάγο μέχρι τερατολογίες. Εχουμε δει κι από ποδοσφαιρικό παράγοντα μάλιστα της ΑΕΚ να ανάβει στα μπουζούκια το Κοχίμπα με αναπτήρα μπικ. Το να βάζει ένας που ξέρει να πίνει ουίσκι παγάκια στο Μπλου δεν γίνεται ποτέ. Αφορμής δοθείσης, να πούμε ότι με το που πήγε στο μαγαζί του στην Πλάκα ο Μάκης, μετά την αποφυλάκισή του, βρήκε μια κάσα από μπουκάλια Τζόνι μπλου. Δώρο από τον γιο του Σταύρο. Με τον ίδιο να μην πίνει πλέον, τα είχε για να κερνάει τους φίλους του.
Η οικογένεια Ψωμιάδη είναι πολύ δεμένη. Ο Μάκης είχε μεγάλη περηφάνια για τον γαμπρό του, τον Γιάννη Μπουρούση. Κι είχε να το λέει: «Ημουνα στη φυλακή κι ήρθε να μου ζητήσει το χέρι της κόρης μου». Ο αδερφός του Μπουρούση, ο Θύμιος, τον είχε σαν δεύτερο πατέρα του. Οι άνθρωποι δεν χωρίζονται σε κατηγορίες. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, παραβατικοί. Δεν τσουβαλιάζονται. Δεν περιγράφονται γενικά και αόριστα. Με βάση την εικόνα που νομίζεις ότι μπορείς να έχεις. Ο καθένας έχει τη μοναδικότητά του. Ούτε ένας φέρ' ειπείν δεν βρέθηκε να γράψει για την αυτόνομη πορεία και διαδρομή του Ψωμιάδη. Ποτέ δεν ήταν μπροστινός ο Μάκης και ποτέ δεν υπηρέτησε κάποιον μεγάλο. Είτε μιλάμε για μπίζνες είτε για ποδόσφαιρο. Εκτός από μία και μοναδική περίπτωση. Τότε με την εφημερίδα που είχε βγάλει, «το Ονομα». Τα λεφτά τα είχε βάλει ένας από τους πλέον ισχυρούς και γνωστούς επιχειρηματίες. Που είχε σχέση και με το ποδόσφαιρο. Που πέθανε ξαφνικά, όπως ακριβώς ο Μάκης, και σε μικρότερη ηλικία.
Ας αφήσουμε όμως το παρελθόν πίσω. Καλοκαίρι του '12. Βραδάκι. Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ρίχνω μια μάτια στο ίντερνετ με το κινητό. Χτυπάει κι η κλήση είναι από απόκρυψη. Το κλείνω αμέσως. Χτυπάει και δεύτερη και τρίτη φορά και το ξανακλείνω. Υστερα από λίγο εμφανίζεται κλήση από σταθερό τηλέφωνο. Ηταν μια γυναικεία φωνή που μου είπε «θέλει να μιλήσει μαζί σας ο Μάκης Ψωμιάδης». Η απόκρυψη από το καρτοτηλέφωνο στον Κορυδαλλό. Πήρε σε λίγο ο Μάκης, που είχαμε να μιλήσουμε κάποια χρόνια. Για να με ευχαριστήσει και να μου πει ότι δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Κάτι που είχα γράψει δηλαδή για τις υπερβολές του Χάρη Οικονομόπουλου σχετικά με την υπόθεση της ΑΕΚ.
Εκτοτε οι τηλεφωνικές επικοινωνίες ήταν συχνές. Ο φυλακισμένος έχει ανάγκη να μιλήσει με έξω κόσμο. Να πει και να ακούσει δυο κουβέντες. Πέρυσι το καλοκαίρι μου λέει κάποια στιγμή ότι γίνεται καταμέτρηση στα «μεροκάματα» κι είναι κοντά στο να βγει. Υστερα από είκοσι μέρες χτυπάει το τηλέφωνο την ίδια βραδινή ώρα, από ένα άγνωστο σταθερό. Ηταν ο Μάκης. Και προφανώς δεν είχε δραπετεύσει. Είχε βγει. Βιβλίο μπορείς να γράψεις για τον Ψωμιάδη. Αυτό που ενοχλεί είναι η προχειρότητα, η αυθαιρεσία, το εύκολο και φτηνό χιούμορ και τα μεγάλα λόγια. Κανένας, λοιπόν, δεν φεύγει και κανένας δεν πάει ψηλά στον ουρανό. Ο θάνατος είναι το τέλος. Ο,τι έγινε, έγινε. Το χώμα δεν είναι ελαφρύ, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Ο,τι έρχεται στη ζωή, κάποια στιγμή θα πεθάνει. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.
Μια γενιά παραγόντων που πέθαναν νωρίς...
Ο Ψωμιάδης είναι η πλέον πρόσφατη περίπτωση μιας γενιάς παραγόντων που πέθαναν νωρίς. Κάτι λίγο συν-πλην γύρω στα εξήντα. Και σχεδόν όλοι από καρδιά. Πρώτος στην κυριολεξία στα καλά καθούμενα ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης. Στα 54 του χρόνια. Νεότατος. Οπως έχω ξαναγράψει, αν ζούσε, η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου θα είχε γραφτεί διαφορετικά. Επειδή δεν θα είχε πάει πάσο στον Κόκκαλη. Ακόμα πιο νέος, στα 53, πέθανε ο Νίκος Κανελλάκης, που είχε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά. Σεμνός, ταπεινός και ιδιαίτερα αγαπητός. Στα 64 ο Μιχάλης Σταματελάτος. Κι αυτός από καρδιά. Ξαφνικά. Χωρίς να υπάρχει ιστορικό. Κι αυτός όμως, όπως κι ο Ψωμιάδης, είχε περάσει την ταλαιπωρία της φυλακής. Σπάνια περίπτωση ανθρώπου. Διαμάντι. Στα 66 ο Πέτρος Θεοδωρίδης. Από πνευμονικό οίδημα. Χωρίς να έχει καπνίσει στη ζωή του ένα τσιγάρο, χωρίς να έχει πιει μια γουλιά αλκοόλ. Εξυπνος, προσεκτικός, μετριοπαθής. Μόνο ο Βασίλης Κοντοβαζαινίτης είχε μετρήσει μια δεκαετία παραπάνω, καθώς πέθανε στα 77. Δεν ήταν ιδιοκτήτης ομάδας, αλλά μπορείς να πεις η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου τα τελευταία πενήντα χρόνια. Από τους ελάχιστους στον χώρο που είχε μόνο συμπάθειες και δεν είχε βρεθεί άνθρωπος να πει μια κουβέντα.