Αναλυτικά όσα είπε σε ΙΕΚ δημοσιογραφίας:

Για τον Φερνάντο Σάντος: «Τον Φερνάντο Σάντος τον πίστευα. Τον είχα προπονητή για μια χρονιά και στην ΑΕΚ και γνώριζα πώς δούλευε. Μαζί του έμαθα πράγματα που δεν τα είχα δει σε άλλον προπονητή. Ήξερα πως είναι αυτός που θα μας συμμαζέψει και θα μας βάλει σε καλό δρόμο. Στην αρχή συναντιόμασταν δύο και τρεις φορές την εβδομάδα για να συζητήσουμε το αγωνιστικό κομμάτι. Και επέμενα τόσο πολύ, που σε μία συνέντευξη Τύπου είχα πει "όποιος δεν θέλει τον Σάντος, ας μην έρχεται στο γήπεδο. Αν είναι να κάνεις κακό στην ομάδα, μείνε σπίτι". Και είχε γίνει χαμός. Φυσικά, είδαμε όλοι τι έγινε στη συνέχεια, αλλά και το ποια ήταν η πορεία του Σάντος».

Για τον Ηλία Σπάθα: «Όταν είχε οριστεί ο κ. Σπάθας σε εκείνο το Άρης-ΠΑΟΚ, είχε βουίξει η πόλη. Δεν κοιμόμασταν για μια βδομάδα. Μας έλεγαν πως θα μας "καθαρίσει". Δεν το πίστευα. Ωστόσο κατέβηκα επίσημα δύο και τρεις φορές στην Αθήνα και συναντήθηκα με τον τότε πρόεδρο της ΕΠΟ, τον κ. Σοφοκλή Πιλάβιο. Κι εκείνος με διαβεβαίωσε πως δεν θα συνέβαινε τίποτα. Τον έπαιρνε μπροστά μου τηλέφωνο. Εκ των υστέρων διαψευστήκαμε βέβαια, αλλά κι ο κ. Πιλάβιος μάλλον δεν γνώριζε κάτι. Εμείς, πάντως, κοιμόμασταν δίχως τύψεις γιατί ό,τι ήταν να κάνουμε, το κάναμε. Δεν είναι δυνατόν να διαγράφαμε 20 χρόνια πορείας με μία μονοκονδυλιά. Θα ξεφτιλιζόμασταν. Οι άλλοι μπορούσαν κι έκαναν το κάτι παραπάνω. Κι ο νοών νοείτω.

Για τον άθλο του Euro 2004 και την Εθνική Ελλάδος: «Φυσικά και υπήρχαν προστριβές, τσακωμοί, ερχόμασταν στα χέρια. Στα αποδυτήρια, στις προπονήσεις ή και στα δωμάτια πολλές φορές μαλώναμε. Ήμασταν 23 άτομα. Όμως όταν μπαίναμε στο λεωφορείο για να πάμε στο παιχνίδι, όλα αυτά τα αφήναμε πίσω. Ήμασταν ένα σύνολο, όπου ο καθένας είχε το ρόλο του», είπε για το κλίμα στην Εθνική.

Και προσέθεσε: «Μετά την πρόκριση επί της Γαλλίας καταλάβαμε τι γίνεται. Δεν είχαμε τότε, το 2004, ούτε Facebook ούτε Twitter κτλ. Δεν γνωρίζαμε τι γινόταν πίσω στην πατρίδα. Από εκεί και πέρα άρχισαν να ασχολούνται σοβαρά μαζί μας και να μας υπολογίζουν. Ακόμη και στην Ελλάδα, λίγες μέρες προτού φύγουμε, διαβάζαμε τις εφημερίδες να γράφουν "πού πάνε αυτοί, πάλι ρεζίλι θα μας κάνουν. Θα ξεφτιλιστούμε". Οι δικοί μας, οι Έλληνες, τα γράφανε αυτά. Ε, αυτό ήταν το παράπονό μας, αλλά μας πείσμωσε κιόλας. Ήταν ένα παραπάνω κίνητρο να αποδείξουμε πως κάτι αξίζουμε κι εμείς».

Για το κέρδος εκείνης της πορείας: «Το μεγαλύτερο επίτευγμα εκείνης της γενιάς, ήταν ότι κράτησε μια συνέχεια και βρισκόταν σε τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων για όλα τα επόμενα χρόνια –με εξαίρεση το Παγκόσμιο του 2006. Ποια; Η Ελλάδα που πήγαινε μια φορά στα 14 χρόνια. Κάποια στιγμή θα ερχόταν και το τέλος, το οποίο ήρθε πέρυσι με τις τραγικές μας εμφανίσεις. Αφήσαμε, όμως, μια μεγάλη κληρονομιά».

Για τον ΠΑΟΚ είπε: «Ο ΠΑΟΚ έπαιξε φέτος την καλύτερη μπάλα στην Ελλάδα. Είχε διάρκεια σε καλή απόδοση. Και οι άλλες ομάδες είχαν καλά διαστήματα, αλλά ο ΠΑΟΚ –αναγνωρίζεται από όλους– πως ήταν καλύτερος. Πιστεύω πως μπορούσε να πάρει ακόμη και το πρωτάθλημα. Το Κύπελλο είναι ένας τίτλος. Είναι μια επιβράβευση στο τέλος της σεζόν. Και είδατε πως ακόμη κι οι ξένοι παίκτες το χάρηκαν πολύ γιατί έχουν δεθεί με την ομάδα».

Όσο για τον προπονητή του «Δικεφάλου του Βορρά», τον Βλάνταν Ίβιτς, ο Ζαγοράκης τόνισε: «Τα αποτελέσματα είναι αυτά που κρίνουν αν κάποιος είναι καλός ή όχι. Τον Ίβιτς τον δικαιώνουν τα αποτελέσματα. Ήταν μια δική μου επιλογή να τον αποκτήσουμε όταν ήταν ακόμη ποδοσφαιριστής, αλλά και να του δώσουμε στέγη ως προπονητή. Τον είχα φέρει το 2013 στην Κ20 του ΠΑΟΚ. Τον πίστευα πως "το έχει". Ο προπονητής είναι η πιο δύσκολη δουλειά που υπάρχει. Εγώ θα μάλωνα συνέχεια με τους παίκτες μου. Ο Ίβιτς τα έχει καταφέρει περίφημα μέχρι στιγμής».

Για τον νυν μεγαλομέτοχο του ΠΑΟΚ, τον Ιβάν Σαββίδη, ο Θοδωρής Ζαγοράκης είχε μόνο εγκωμιαστικά σχόλια να κάνει: «Ο Σαββίδης είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο και κατ΄ επέκταση στον ΠΑΟΚ. Δεν υπήρχε καλύτερη "καραμπόλα" για μένα, ειδικά εκείνη την περίοδο που άλλαζε το φορολογικό σύστημα στο ποδόσφαιρο. Η εφορία από το 23% πήγε στο 45%. Γι΄ αυτό και τότε έπρεπε να κάνουμε πωλήσεις παικτών. Κι ήρθε ένας άνθρωπος, με τον οποίο βρεθήκαμε τυχαία, του είπα αλήθειες, κάθισε κάτω και ξεσκόνισε όλα τα βιβλία για πέντε μήνες και τελικά ανέλαβε».

Κλείνοντας, είπε: «Σιγά-σιγά άρχισε να βάζει χρήματα, έβαλε και τεχνογνωσία και πλέον αρχίζει η απόσβεση. Ακόμη δεν έχει πάρει πίσω κάτι από αυτά που έδωσε. Αυτό που φοβάμαι, όμως, είναι... εμάς. Είμαστε αυτοκαταστροφικοί. Είναι θείο δώρο ο Ιβάν».