Στο γήπεδο… ζωγράφιζε με τις περίτεχνες ενέργειες του που τον χαρακτήρισαν όχι άδικα έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Έξω από αυτό τραγουδούσε πάντως και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Γι’ αυτό και όταν του έκανε την πρόταση ο φίλος του Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν το πολυσκέφτηκε και έκανε το βήμα να πάει μαζί του και με τη Μαρινέλα στη Γερμανία για συναυλίες !
Μεγαλούργησε στην ΑΕΚ, αλλά η σχέση του με την «Ένωση» είχε διαταραχτεί σαν σήμερα, πριν από 36 χρόνια (24.10.1965), όταν δεν του επέτρεπαν να κάνει το άλμα προς την Ρεάλ Μαδρίτης που τον ήθελε διακαώς προσφέροντας τότε 4.000.000 δραχμές στο «δικέφαλο» και 750.000 δραχμές στον παίκτη, μυθικά ποσά για την εποχή.
"Στο δείπνο που έκανε η ΑΕΚ στην αποστολή της Ρεάλ, ήλθε ο Πούσκας και με γύρευε. Όταν πλησίασε στο τραπέζι μου, ίδρωσα. Τον κοιτούσα στα μάτια και δεν πίστευα ότι ο μεγάλος Φέρεντς Πούσκας μιλούσε σε μένα. Μου είπε ότι είμαι καλός παίκτης, ότι θα με πάρουν και μου έδωσε δύο συμβουλές. Η πρώτη να είμαι ήρεμος, να τρώω και να κοιμάμαι καλά. Η δεύτερη να μάθω να παίζω χωρίς την μπάλα. Από τότε είχαν οι άνθρωποι κατά νου το ποδόσφαιρο που παίζει τώρα, πενήντα χρόνια μετά, η Μπαρτσελόνα. Κίνηση χωρίς την μπάλα. Και σκέφτηκα εγώ ο πονηρός: Αν δεν την έχω εγώ την μπάλα, ποιος άλλος αξίζει να την έχει;" θυμόταν πριν από κάποιους μήνες ο μεγάλος Μίμης Παπαϊωάννου μιλώντας στην «Καθημερινή» και στον καλό συνάδελφο Χρήστο Κοντό.
"Είχα έναν ξάδελφο από τη Θεσσαλονίκη που μιλούσε καλά ισπανικά. Γράψαμε μια επιστολή και τη στείλαμε στη Ρεάλ, λέγοντας πως αν με ήθελε, μπορούσα να πάω στην Ισπανία, να μην παίξω ένα χρόνο και να κάνω δελτίο μετά. Το επέτρεπαν αυτό οι κανονισμοί. Η Ρεάλ μου απάντησε ότι αρχή της ήταν να μη χαλάει τις σχέσεις της με τις ομάδες. Αν με έδινε η ΑΕΚ, καλώς. Αν όχι, δεν θα προχωρούσε η μεταγραφή, όπως δεν προχώρησε. Δεν το μετάνιωσα πάντως. Το φιλοσόφησα κιόλας. Σκέφτηκα ότι μέσα σε τόσους παικταράδες ίσως και να μην έπιανα και να χανόμουν. Μένοντας στην ΑΕΚ, έγραψα ιστορία και έκανα μια μεγάλη καριέρα που τη χάρηκα. Το μόνο που σκέφτομαι καμιά φορά είναι ότι με τα 4 εκατ. δρχ. που της έδινε η Ρεάλ, θα μπορούσε η ΑΕΚ να πάρει λίγο πιο κάτω δικό της οικόπεδο 60 στρεμμάτων και τώρα να είχαμε γήπεδο. Αλλά μπορεί και να τα έτρωγαν τα λεφτά και να μην είχε τίποτα. Αυτό ήταν το πιο πιθανό. Να τα έτρωγαν για άλλες υποχρεώσεις της ομάδας, όχι για οικόπεδο" τόνιζε ο Παπαϊωάννου.
Την ίδια εποχή ο Καζαντζίδης είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα. Αιτία είναι η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα με μπράβους, νεόπλουτους θαμώνες και ανθρώπους της νύχτας. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως η Μαρινέλλα έλεγε πως στο μαγαζί που δούλευε ο Καζαντζίδης απαγορευόταν από τον ίδιο, οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών.
Το καρέ της Γερμανίας
Έτσι λοιπόν ο μεγάλος μας λαϊκός βάρδος, με την σύζυγό του Μαρινέλλα και τον νεαρό ταλαντούχο (από τότε έδειξε την κλίση του στο μπουζούκι) Χρήστο Νικολόπουλο ετοιμάζονταν για περιοδεία στη Γερμανία και ο Μίμης Παπαϊωάννου συμπλήρωσε το καρέ. Άλλωστε είχε γνωρίσει από κοντά τον μεγάλο αοιδό και στην αυτοβιογραφία του («Ραντεβού στον αέρα» από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) μας θυμίζει το πώς:
"Όταν ήμουν στο χωριό, είχα «λόξα» με τα λαϊκά τραγούδια. Μου άρεσε πολύ ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ήταν βλέπεις, πέρα από τραγουδισταράς και Πόντιος, κι αυτός λαϊκός. Είχα κι ένα μπουζούκι και προσπαθούσα να μάθω, αλλά δεν τα κατάφερνα, παιδευόμουνα πολύ και το αποτέλεσμα όχι αυτό που ποθούσε η ψυχή μου. Πολύ πιο δύσκολο απ’ το να ντριπλάρω με το αριστερό ή να στέλνω τη μπάλα στα δίχτυα. Κάπου εκεί προέκυψε η γνωριμία μου με το Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος βάσταγε από ένα γειτονικό χωριό, το Καψοχώρι. Επειδή, λοιπόν, ο Νικολόπουλος έπαιζε πολύ ωραίο μπουζούκι, τον φώναζαν στα πανηγύρια και στα χωριά. Και τα πανηγύρια την εποχή εκείνη αποτελούσαν τη μοναδική μας διασκέδαση. Πηγαίναμε κι εμείς μαζί του, η ομάδα του χωριού και επειδή συνήθως έπαιζε Καζαντζίδη, έλεγα κι εγώ ένα-δυο τραγουδάκια και χόρευαν οι φίλοι μου. Όταν όμως ήρθα στην Αθήνα, γνώρισα τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ήταν αεκτζής, τον γνώριζε ο Νεστορίδης και αργότερα, όταν κατέβηκε από το χωριό ο Νικολόπουλος γνωρίστηκε και αυτός με το μεγάλο βάρδο και έπαιξε μαζί του" λέει ο Μίμης Παπαϊωάννου που δεν το σκέφτηκε πολύ:
Όταν προέκυψε η κόντρα μου στην ΑΕΚ για το θέμα της Ρεάλ, Καζαντζίδης και Νικολόπουλος έφτιαχναν σχήμα, ώστε με συγκρότημα να πάνε στη Γερμανία για τουρνέ. "Αφού η ΑΕΚ δε σε θέλει, έλα μαζί μας» μου είπε ο Στέλιος και με επηρέασε. Έτσι, ξεκίνησα πρόβες, μπήκα στο συγκρότημα. Ο Χρήστος ήταν ο «αυτουργός», ώστε να με πάρουν μαζί στην περιοδεία, η οποία κράτησε δύο μήνες. Τις πρώτες έξι εβδομάδες δίναμε συναυλίες για τους ομογενείς σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και όχι σε λαϊκά μαγαζιά. Είπαν τότε κάποιοι ότι τραγουδούσα κάθε βράδυ σε μπουζουξίδικα. Λάθος. Ουσιαστικά κάναμε συναυλίες. Μια παράσταση την Παρασκευή, μία το Σάββατο και ακόμη μία το απόγευμα της Κυριακής. Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα, αφού από τη μία έκανα το κέφι μου και από την άλλη γνώριζα κόσμο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι δεν ξενυχτούσα. Ήμουν τυχερός στη ζωή μου, που υπήρξα φίλος του Στέλιου Καζαντζίδη. Όχι τόσο επειδή υπήρξε ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής που ανέδειξε ποτέ η Ελλάδα, όσο για το γεγονός ότι από αυτόν το μέγιστο βάρδο, έμαθα να μετράω την ψυχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή" μας αποκαλύπτει ο μεγάλος άσος στην αυτοβιογραφία του, όπου στέκεται ιδιαίτερα στη σχέση του με τον Καζαντζίδη και στη συνέχεια:
"Ο Στέλιος όταν βρισκόμουν σε δίλημμα για το τι ακριβώς έπρεπε να αποφασίσω να κάνω στη ζωή μου, ήταν ο φίλος που μου έδωσε τη σωστή συμβουλή. «Μίμη, στο τραγούδι το παλεύεις, θα είσαι βιοπαλαιστής. Έχω την εντύπωση πως πρέπει να γυρίσεις σ’ αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά και είμαι βέβαιος πως θα δικαιωθείς. Πήγαινε να παίξεις ποδόσφαιρο και κάποια μέρα θα με θυμηθείς». Μου το είπε απλά, και μόνον όταν του ζήτησα τη γνώμη του.
Μετά από χρόνια, όταν ξαναβρεθήκαμε, τότε με τη μεγάλη φασαρία και τη δίκαιη έκρηξή του για την «αιχμαλωσία», όπως έλεγε αναφερόμενος στις διαφορές του με τη δισκογραφική εταιρία, νομίζω πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ανταποδώσω τη συμβουλή, χωρίς να ήμουν ο σοφός ή ο σωστός κριτής των πραγμάτων. (σ.σ. Ο Καζαντζίδης είχε αποφασίσει να μην ξανατραγουδήσει). Μετά από λίγες μέρες, προέκυψε η καταπληκτική δουλειά του Στέλιου με το «Υπάρχω», ένα θυελλώδη δίσκο, που έβγαλε ένα χείμαρρο πόνου, μια ρωμαλέα φωνή, μια διαδρομή του καλλιτέχνη που καθήλωνε. Νομίζω πως λίγοι έχουν δικαίωμα να μιλούν για τον Καζαντζίδη και πολύ λιγότεροι να θεωρούν τον εαυτό τους φίλο του. Ο Καζαντζίδης ήταν κοντινός και ταυτόχρονα μακρινός στους ανθρώπους. Άφηνε τη φωνή του να επικοινωνεί μαζί τους και αυτό το έκανε με ξεχωριστό τρόπο" καταγράφει τη σχέση μαζί του ο αέρινος παίκτης της ΑΕΚ.
Η υποδοχή από τους ομογενείς ήταν απίστευτη, αλλά ευτυχώς για όλους τους φίλους της μπάλας ο Μίμης Παπαϊωάννου άκουσε τη συμβουλή του φίλου του Στέλιου Καζαντζίδη, επέστρεψε στο ποδόσφαιρο και τον «δικέφαλο» και μεγαλούργησε.
Πάντως πρόλαβε να βγάλει και το άχτι του στο τραγούδι ηογραφώντας τραγούδια με τους φίλους του και μεταξύ άλλων και τον ύμνο της ΑΕΚ.
Τα 7 τραγούδια με τη φωνή του Μίμη Παπαϊωάννου ηχογραφήθηκαν στην Polyphone την περίοδο1971-1972 με τη συνεργασία του Χρήστου Νικολόπουλου και του Στέλιου Καζαντζίδη. Είναι τα κάτωθι:
Μεσ’ τη φωτιά μου (Στ. Καζαντζίδη – Γ. Βασιλόπουλου)
Α.Ε.Κ. (Στ. Καζαντζίδη – Χρ. Κολοκοτρώνη) ηχογράφηση 19 Ιουνίου 1971
Σαν πουλί κυνηγημένο (Στ. Καζαντζίδη – Γ. Βασιλόπουλου)
Έχω ελαττώματα (Χρ. Νικολόπουλου – Πυθαγόρα)
Σαν θεατρίνος (Στ. Καζαντζίδη – Ευάγ. Ατραϊδη)
Φτάνουν οι πίκρες (Στ. Καζαντζίδη – Ευάγ. Ατραϊδη)
Μάρτυρες οι πίκρες μου (Χρ. Νικολόπουλου – Γ. Βασιλόπουλου).
ΠΗΓΗ: sport24.gr