Κάποτε, το αιώνιο δίλημμα του πλανήτη μπάλας ήταν Πούσκας ή Ντι Στέφανο; Μετά έγινε Πελέ ή Μαραντόνα; Μετά Μαραντόνα ή Μέσσι; Ρονάλντο ή Κριστιάνο; Μέσσι ή Εμ’ Μπαπέ; Εμ’ Μπαπέ ή Χάλαντ;

«Επιτέλους, ας σοβαρευτούμε κ ας αφήσουμε στην άκρη ανούσιες συγκρίσεις», είχε πει κάποτε ο Λουίς Σεζάρ Μενότι. «Ποιο το νόημα να συγκρίνουμε τον Πελέ με τον Μαραντόνα; Τον Σοπέν με τον Μότσαρτ, τον Πικάσο με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι; Ήταν όλοι τους ιδιοφυίες στον τομέα τους. Οι ύψιστοι εκπρόσωποι μίας Τέχνης που μπορεί να σου αρέσει, μπορεί κ όχι, ανάλογα με το υποκειμενικό γούστο του καθενός. Αλλά που ουδέποτε δεν θα πάψεις να σέβεσαι κ να θαυμάζεις».

Μεγάλες αλήθειες από τον άνθρωπο που το ’78, με τα γκολ του Μάριο Κέμπες -κ ολίγη βοήθεια από τη Χούντα του Βιντέλα- οδήγησε τη Seleccion στην κατάκτηση του πρώτου της παγκοσμίου τίτλου. Λόγια σοφά, που θα μπορούσαν ν’ αναδείξουν κ άλλες, τέτοιου είδους συγκρίσεις κ ατελείωτες συζητήσεις. Όπως, για παράδειγμα για το ποιος υποδύθηκε καλύτερα τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ: ο Σον Κόννερι ή ο Ρότζερ Μουρ; Οι γεννημένοι τη δεκαετία των 40ς-50ς θα προτιμήσουν τον πρώτο, οι λίγο νεότεροι όμως, τον δεύτερο.

Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για το αιώνιο Πελέ ή Μαραντόνα. Με μία όμως διαφορά: τα έπη του πραγματικού Πελέ, τα ακατόρθωτα γκολ κ οι πέρα του φυσικού ντρίμπλες του, η Ευρώπη, αλλά κ ο υπόλοιπος Κόσμος ελάχιστα μπόρεσε να τις απολαύσει. Ενώ την εποχή του Μαραντόνα, η τηλεόραση είχε ήδη εισβάλλει στα σπίτια μας, ανά πάσα στιγμή έτοιμη ν’ απαθανατίσει το «χέρι του Θεού», το γκολ του αιώνα, τη δόξα με την άσημη Νάπολι, τον θρίαμβο στο Μουντιάλ του ’86, τα προσωπικά του προβλήματα, οι εσωτερικοί του δαίμονες κ η αναπόφευκτη πτώση του.

Δεν έχει κανένα νόημα να συγκρίνουμε δύο από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της Ιστορίας. Ούτε ο ίδιος ο Μαραντόνα αμφέβαλλε ποτέ ότι κ ο Πελέ ήταν ικανός να βγάλει από το κύλινδρό του μαγικά κόλπα κ χτυπήματα. Το θέμα είναι ότι ο μεν Βραζιλιάνος μάγος τα έκανε σε μία εποχή που η μπάλα έτρεχε με 20 χλμ την ώρα, όταν το οφ- σάιντ δεν εφαρμοζόταν κατά γράμμα ή όταν οι άμυνες δεν ήταν τόσο οργανωμένες όσο σήμερα.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε ο μεγαλύτερος της γενιάς του. Ότι δεν κατέκτησε τρία Μουντιάλ. Ότι δεν πέτυχε περισσότερα από 1000 γκολ. Ότι οι εξωπραγματικές του ντρίμπλες δεν αντιγράφτηκαν, πολλά χρόνια αργότερα από εξίσου ιερά τέρατα: Κρόιφ, Μπεστ, Ζιντάν, Ροναλντίνιο τον (κανονικό, με την έννοια του «Φαινομένου») Ρονάλντο, γιατί όχι και τον δικό μας Χατζηπαναγή. Η’ μήπως δεν αξίζει κ εκείνος μία θέση στο Πάνθεον των μεγάλων 10αριών, μαζί με τους Μπάτζο, Τόττι, Ντελ Πιέρο, Στόικοβιτς;

Είναι όλα σχετικά, κ καθαρά υποκειμενικά. Είναι θέμα προσωπικού γούστου κ οπτικής γωνίας. Το βέβαιο είναι πως θα ήταν ιερόσυλο ν’ αποκαλείσαι «ναίφ» εάν δεν σου άρεσε ο Πελέ. Η’ μη λάτρης του ποδοσφαίρου εάν δεν σου άρεσε ο «άτακτος» Μαραντόνα. Το μεγαλείο του Βραζιλιάνου ήταν, είναι κ θα είναι ο κατεξοχήν ποδοσφαιριστής του μέλλοντος. Του Αργεντινού, πέρα από τον χρόνο κ κάθε εποχής.

Συγκρίσεις με τον Μέσι, αντίθετα όχι μόνο μπορούν, αλλά επιβάλλεται να γίνονται. Προς Θεού, κανείς δεν αμφισβητεί το ταλέντο κ το μεγαλείο του. Ήταν όμως, ανέκαθεν καλά φυλαγμένος σ’ ένα χρυσό κλουβί, με φύλακες Αγγέλους τους Ροναλντίνιο, Τσάβι ή Ινιέστα.

Κατέκτησε κ εκείνος ένα Μουντιάλ, σύμφωνοι: προς τιμήν του, όμως όταν ρωτήθηκε εάν πλέον αισθάνεται να έχει ισοφαρίσει την εποποιία του Μαραντόνα ξεκαθάρισε πως «το όνειρό μου ήταν να γίνω μεγαλύτερος από τον Ντιέγκο. Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι για να χτίσω το ρεπερτόριό του έχω να μάθω ακόμη πολλά. Κ δυστυχώς, ο χρόνος που μου απομένει δεν είναι πλέον πολύς…».